Ετικέτα: ΙΤΑΛΙΚΗ
-
μποτίλια, η [bo’tiʎa]
μποτίλια, η [bo’tiʎa]: γυάλινη μπουκάλα. [ιταλ. bottiglia].
-
μπονώρα [bo’nora]
μπονώρα [bo’nora]: πολύ πρωί, γρήγορα: ‘Εφυγε μπονώρα’. [ιταλ. a buonora ‘πρωί’].
-
μπόλκα, η [‘bolka]
μπόλκα, η [‘bolka]: σακάκι, η χοντρή ζακέτα φτιαγμένη συνήθως από προβατόμαλλο. [ιταλ. polca].
-
μπάτσα, η [‘batsa]
μπάτσα, η [‘batsa]: το χαστούκι. [ιταλ. bazza ‘πιγούνι που προεξέχει’].
-
μπασταρδέλι, το [basta’rðeli]
μπασταρδέλι, το [basta’rðeli]: το νόθο παιδί. [ιταλ. bastard(o) -έλι].
-
μπαγάσας, ο [ba’γasas]
μπαγάσας, ο [ba’γasas]: α. ο διεφθαρμένος άνδρας, ο παλιάνθρωπος. β. χαρακτηρισμός για οικείο πρόσωπο χωρίς αρνητική συνδήλωση: ‘Πού είσαι βρε μπαγάσα;’. [μσν. μπαγάσα ‘πόρνη’ -ς < ιταλ. bagascia].
-
μούτρο, το [‘mutro]
μούτρο, το [‘mutro]: α. (μτφ) ο παλιάνθρωπος. β. το πρόσωπο. [παλ. ιταλ. mutria (θηλ. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.) με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε σύμφ., [r] και φων. (σύγκρ. τριακόσιοι > τρακόσιοι)· μούτρ(ο) -άκλα].
-
μουστρίζω [mu’strizo]
μουστρίζω [mu’strizo]: αλείφω: ‘Κάθε καλοκαίρι μουστρίζει την αυλή’. [ιταλ. mostra ‘παρουσίαση, επίδειξη, βιτρίνα’ -ίζω].
-
μούλος, ο [‘mulos]
μούλος, ο [‘mulos]: ο νόθος, ο μπάσταρδος: ‘Μούλε!’. [ιταλ. mulo ‘μουλάρι, μπάσταρδος΄ -ς· μούλ(ος) -α].
-
μόστρα, η [‘mostra]
μόστρα, η [‘mostra]: α. δείγμα εμπορεύματος: ‘Τα ‘έβαλε εκεί για μόστρα’. β. η φάτσα: ‘Θα μου χαλάσει τη μόστρα’ (την εικόνα κπ.) [μσν. μόστρα ‘στρατιωτική επίδειξη, δείγμα εμπορεύματος΄ < ιταλ. mostra ‘παρουσίαση, επίδειξη, βιτρίνα΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μιλιούνι, το [mi’ʎuni]
μιλιούνι, το [mi’ʎuni]: χιλιάδες, εκατομμύρια. [ιταλ. million(e) -ι ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα νότ. ιταλ.)].
-
ματαράτσι, το [mata’ratsi]
ματαράτσι, το [mata’ratsi]: α. μάλλινο υφαντό που το χρησιμοποιούσαν ως σκέπασμα. β. σάκος. [ιταλ. matarazzo ‘κατάλληλο στρώμα’ -ι].
-
μαρμίτα, η [ma’rmita]
μαρμίτα, η [ma’rmita]: το χρήμα: ‘Έδειξε τη μαρμίτα του για να μας κάνει τον αφέντη’. [ ιταλ. marmitta ‘είδος μεταλλικού σκεύους, η χύτρα’ < γαλλ. marmite].
-
λαμίζω [la’mizo]
λαμίζω [la’mizo]: βάζω κάποιο μέταλλο, πέτρα ή κεραμίδι στην φωτιά μέχρι να κοκκινίσει. [ιταλ. lam(a) -ίζω].
-
κάσα, η [‘kasa]
κάσα, η [‘kasa]: α. κιβώτιο από σανίδες, κατάλληλο για τη μεταφορά τροφίμων ή άλλων αντικειμένων. β. φέρετρο. γ. ταμείας [ιταλ. cassa]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
καραμούτζα, η [kara’muntza]
καραμούτζα, η [kara’muntza]: α. η πίπιζα. β. τα γουρούνια που έχουν στην Κάπελη (λόγω της μακριάς μύτης). [ιταλ. cornamuza ‘πνευστό όργανο’].