Ετικέτα: ΙΤΑΛΙΚΗ

  • αλισίβα, η [aliꞋsiva]

    αλισίβα, η [ali’siva]: νερό που έχει βράσει με στάχτη από ξυλοκάρβουνα, απαραίτητο άλλοτε στο πλύσιμο των ρούχων και των μαγειρικών σκευών· σταχτόνερο. [ιταλ. lisciva με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-li > miali > mi-ali]]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλιμπερτά, η [alibeꞋrta]

    αλιμπερτά, η [alibeꞋrta]: ελευθερία, ανεμελιά, ελευθερία κινήσεων. [α- +  ιτλ. libertà].

  • αλάργα [aꞋlarγa]

    αλάργα [aꞋlarγa]: μακριά. [μσν. αλάργα < ιταλ. (γενοβ. διάλ.) a larga]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • τράτο, το [‘trato]

    τράτο, το [‘trato]: περιθώριο χρονικό ή τοπικό: ‘Δεν έχω τράτο αρκετό’. [ιταλ. tratto ‘διάστημα, απόσταση’].

  • αβαρία, η [ava’ria]

    αβαρία, η [ava’ria]: βλάβη ή ζημιά που παθαίνει το πλοίο ή το φορτίο του στη διάρκεια του ταξιδιού [ιταλ. avaria < αραβ. ῾awāriya]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • φουρλατίζω [furla’tizo]

    φουρλατίζω [furla’tizo]: είμαι ανήσυχος [φούρλ(α) -τίζω] < [ιταλ. frulla προστ. του frullo ‘περιστρέφομαι γρήγορα΄ με μετάθ. του [r] ].

  • φούρλα, η [‘furla]

    φούρλα, η [‘furla]: α. στρογγυλή λαμαρίνα με μια τρύπα στην μέση που τοποθετείται επάνω στην πυροστιά για να μην μαυρίζει το μαγειρικό σκεύος, από την φωτιά. β. η στροφή προσώπου (ιδ. χορευτή, κατά την εκτέλεση χορευτικών κινήσεων) ή πράγματος γύρω από τον εαυτό του: ‘Kάνω φούρλες’. [ιταλ. frulla προστ. του frullo ‘περιστρέφομαι γρήγορα΄ με μετάθ. του […]

  • φορτσάτος [fo’rtsatos]

    φορτσάτος, -η, -ο: γρήγορος, ο βιαστικός: ‘Ήρθε με έναν αέρα φορτσάτο’. [ιταλ. forzato -ς].

  • τσίτσιδι [tsi’tsiði]

    τσίτσιδι [tsi’tsiði]:  χωρίς ρούχα, με εντελώς γυμνό σώμα. [τσιτσ(ί) -ιδι < πρβ. ιταλ. ciccia, cicci].

  • τσαπέλα, η [tsa’pela]

    τσαπέλα, η [tsa’pela]: το παραγινωμένο σύκο προς αποξήρανση. [ιταλ. ciambella ή βεν. zambela ‘γλυκό σε φόρμα δαχτυλιδιού΄ και συνεκδ. κάθε παρόμοιο σχήμα (αποηχηροπ. του μεσοφ. [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.)].

  • τίγκα [‘tiŋga]

    τίγκα [‘tiŋga] επίρρ.: για κτ. που είναι εντελώς γεμάτο: ‘Tο βαρέλι είναι τίγκα’. [ιταλ. (νότ. διάλ.) tinga]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σέκος [‘sekos]

    σέκος [‘sekos]: ξερός, εμβρόντητος, άναυδος. [ιταλ. secco -ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • πούδιασμα, το [‘puðʝazma]

    πούδιασμα, το [‘puðʝazma]: το κρυολόγημα: ‘Θ’αρπάξεις πούδιασμα’ (θα κρυώσεις). [παλ. ιταλ. punta -ιασμα]. Όπως και: https://ilialang.gr/πούντα-η-punda/

  • πίρος, ο [‘piros]

    πίρος, ο [‘piros]: το ξύλινο βούλωμα του βαρελιού. [ιταλ. piro -ς].

  • όστρια, η [‘ostria]

    όστρια, η [‘ostria]: ο νότιος άνεμος. [παλ. ιταλ. ostra (-ια ίσως από επίδρ. της λ. νοτιά)].

  • ντριβέλι, το [dri’veli]

    ντριβέλι, το (dri’veli]: α. ζιζάνιο (χωραφιών), σαράκι. β. βάσανο: ‘H σκέψη αυτή του τρυπούσε το κεφάλι σαν ντριβέλι’. [μσν. τριβέλ(λ)ιον < παλ. ιταλ. trivell(o) -ιον > -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • νταραβερίζομαι [darave’rizome]

    νταραβερίζομαι: α. συνεταιρίζομαι. β. έχω ερωτική παρέα. [ιταλ. dar(e) aver(e) -ίζομαι].

  • ντάνα, η [‘ndana]

    ντάνα, η [‘ndana]: στοίβα από όμοια αντικείμενα, συνήθ. εμπορεύματα: ‘Nτάνες ξύλου’. [ιταλ. tana ‘βαθιά τρύπα στο χώμα, λουρίδα υφάσματος΄, με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-ta > tinda > tin-da] ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • νιτερέσο, το [nite’reso]

    νιτερέσο, το [nite’reso]: συμφέρον: ‘Με συγγενή φάε και πιε και νιτερέσο χώρια’. [ιντ-: παλ. ιταλ. interesso· νιτ-: αντιμετάθ. [in > ni] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μπούσουλας, ο [‘busulas]

    μπούσουλας, ο [‘busulas]: ναυτική πυξίδα. [μσν. μπούσουλας < μπούσουλα η (μεταπλ. με βάση την αιτ.) αντδ. < ιταλ. bussola ( [o > u] από προχωρ. αφομ. [u-o > u-u] ή από επίδρ. του [l] ) < υστλατ. buxida < ελνστ. πυξίδα, αιτ. της λ. πυξίς, δες και πυξίδα].