Ετικέτα: ΙΤΑΛΙΚΗ

  • μπονόρα [bo’nora]

    μπονόρα [bo’nora]: (επιρρ.) πολύ πρωί, το ξημέρωμα: ‘Ήρθε από μπονόρα για τις ελιές’. [ιταλ. φρ. a buonora ‘πρωί πρωί’].

  • μπερμπάντης, ο [ber’badis]

    μπερμπάντης, ο [ber’badis]: αυτός που του αρέσουν οι γυναίκες. [ιταλ. birbant(e) ‘απατεώνας΄ -ης με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. μηρός > μερί)· μπερμπάντ(ης) -άκος].

  • μπίζια, τα [‘bizʝa]

    μπίζια, τα [‘bizʝa]: ο αρακάς. [μπιζέλι < ιταλ. piselli, πληθ. του pisello που θεωρήθηκε ουδ. εν. (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα – μπιστόλα)].

  • μπαχατέλα, η [baxa’tela]

    μπαχατέλα, η [baxa’tela]: α. (μειωτ.) για γυναίκα ηλικιωμένη που είναι άχαρη και άξεστη. β. για οτιδήποτε παλιό. [ιταλ. bagattella [g > x] ;].  

  • μόμολο, το [‘momolo]

    μόμολο, το [‘momolo]: ειρωνικός χαρακτηρισμός για μικρό παιδί, για γέρο ή γενικά για άνθρωπο ανίκανο να αντιμετωπίσει μια κατάσταση. [ιταλ. mommolo ‘μαλακό τηγανητό γλυκό από ρύζι΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ματσούκι, το [ma’tsuki]

    ματσούκι, το [ma’tsuki]: α. μεγάλο και χοντρό ραβδί: ‘Kρατούσε το ματσούκι και έγδερνε τα κλαδιά’. β. ξυλοδαρμός: ‘Θα του δώσει ένα ματσούκι να μάθει’ (θα τον χτυπήσει). [μσν. ματσούκι(ο)ν υποκορ. του ματσούκα < παλ. ιταλ. και βεν. mazzoca με τροπή [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή από επίδρ. του [k] […]

  • ματσόλα, η [ma’tsοla]

    ματσόλα, η [ma’tsοla]: α. είδος ξύλινου σφυριού. β. (μτφ.) μεγάλο κομμάτι: ‘Πήρε μια ματσόλα ψωμί και ρούπωσε’ [ιταλ. mazzola].

  • μάνι μάνι [‘mani ‘mani]

    μάνι μάνι [‘mani ‘mani]: (επίρρ.) πολύ γρήγορα, πολύ βιαστικά: ‘Τα πήρε μάνι μάνι κι έφυγε;. [ιταλ. φρ. mena le mani ‘κούνα τα χέρια, γρήγορα΄ με παράλειψη της ενδιάμεσης συλλαβής [le] και πλήρη εξομοίωση της πρώτης λ. προς τη δεύτερη].

  • μάπα, η [‘mapa]

    μάπα, η [‘mapa]: α. το λάχανο. β. το πρόσωπο: ‘Το έφαγε στην μάπα’ (για κάτι που βαρεθήκαμε). [ιταλ. (διαλεκτ.) mappa].

  • μάκαινα, η [‘makena]

    μάκαινα, η [‘makena]: εργαλείο του τσαγγάρη. [ιταλ. macchina -αίνα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λότος, ο [‘lotos]

    λότος, ο [‘lotos]: η κλήρωση. [ιταλ. lotto -ς (αρσ. κατά το κλήρος)].

  • λινάτσα, η [li’natsa]

    λινάτσα, η [li’natsa]: α. χοντρό ύφασμα από λινάρι ή καννάβι, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή σάκων και τσουβαλιών. β. υβριστικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο κάθαρμα: ‘Είσαι πολύ λινάτσα’. [ιταλ. (διαλεκτ.) linazza].

  • λίμπα, η [‘limba]

    λίμπα, η [‘limba]: α. πήλινο δοχείο. β. κτ το πλημμυρισμένο [ιταλ. limba ‘λεκάνη, λακκούβα’ < υστλατ lembus]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λιμπί, το [li’bi]

    λιμπί, το [li’bi]: δοχείο που αποθηκεύουν το λάδι. [ιταλ. limba ‘λεκάνη’ -ί].

  • λέτσος, ο [‘letsos]

    λέτσος, ο [‘letsos]: α. άνθρωπος κακοντυμένος, κουρελής και βρόμικος: ‘Γυρνάει σαν λέτσος’. β. άνθρωπος αναξιοπρεπής, άξιος καταφρόνησης. [ιταλ. lezzo ‘βρόμα΄ -ς]. Και: https://ilialang.gr/λετσής-ο-letsis/

  • κόφα, η [‘kofa]

    κόφα, η [‘kofa]: μεγάλο και φαρδύ κοφίνι χωρίς χερούλια. [μσν. κόφα αντδ. < ιταλ. coffa < ισπαν. cofa < αραβ. quffa < αρχ. κόφινος]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κοντράστο, το [kon’drasto]

    κοντράστο, το [kon’drasto]: αντίσταση. [<ιταλ. contrasto. Βλ. και κοντρέστο].

  • κατσιβελιά, η [katsive’ʎa]

    κατσιβελιά, η [katsive’ʎa]: η φιλαργυρία. [<ιταλ. cattivell(o) -ιά (<μεσν. λατ. captivellus, Blaise). Η λ. στο Somav. και σήμ.].

  • καρέλι, το [ka’reli]

    καρέλι, το [ka’reli]: πέτρα με την οποία έπαιζαν διάφορα παιδικά παιχνίδια. [ιταλ. carrell(o) -ι ‘καροτσάκι’]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • καριόλα, η [ka’rʝola]

    καριόλα, η [ka’rʝola]: είδος κρεβατιού από ξύλο. [ιταλ. cariola ‘κρεβατάκι για μωρά κάτω από το νυφικό κρεβάτι΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o