Ετικέτα: ΙΤΑΛΙΚΗ

  • πιτσούνια, τα [pi’tsuɲa]

    πιτσούνια, τα [pi’tsuɲa]: τα μικρά περιστέρια. [ιταλ. piccion(e) ‘περιστέρι (σαν φαγώσιμο)΄ -ι ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή από επίδρ. του [n] ) ή ιταλ. διαλεκτ. (νότ. διάλ.) pic(c)iuni, αρσ. πληθ. που θεωρήθηκε ουδ. εν.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λετσής, ο [le’tsis]

    λετσής, ο [le’tsis]: άνθρωπος αναξιοπρεπής, άξιος καταφρόνησης: ‘Είναι λετσής και βρωμερός’ (κακός και επικύνδινος). [ιταλ. lezzo ‘βρόμα΄ -ης]. Και: https://ilialang.gr/λέτσος-ο-letsos/

  • μπούκα, η [‘buka]

    μπούκα, η [‘buka]: το στόμιο. [ιταλ. (διαλεκτ.) & βεν. buca ‘στενό άνοιγμα, στόμιο καναλιού΄ & βεν. boca ‘στόμα, στόμιο πυροβόλου΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μάτσα, η [‘matsa]

    μάτσα, η [‘matsa]: κομμάτι χώματος. [ιταλ. mazz(o) -α].

  • νόνα, η [‘nona]

    νόνα, η [‘nona]: γιαγιά. [ιταλ. nonna < υστλατ. nonna ‘παραμάνα, καλόγρια΄ λ. νηπιακή και έκφραση σεβασμού (πρβ. μσν. νόννα ‘θεία, καλόγρια΄ < υστλατ. nonna)].  

  • παραμίνα, η [para’mina]

    παραμίνα, η [para’mina]: ο λοστός. [ιταλ. barramina με αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα – πιστόλα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πουντιάζω [pu’dʝazo]

    πουντιάζω [pu’dʝazo]: κρυώνω. [παλ. ιταλ. punt(a) -ιάζω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ρεγάλο, το [re’γalo]

    ρεγάλο, το [re’γalo]: το δώρο. [ιταλ. regalo]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μουλαίμικο, το [mu’lemiko]

    μουλαίμικο, το [mu’lemiko]: το ήρεμο υποζύγιο. [ιταλ. mulo ‘μουλάρι, μπάσταρδος΄ -ς· μούλ(ος) -αίμικο]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δούγα, η [‘ðuγa]

    δούγα, η [‘ðuγa]: κυρτή σανίδα βαρελιού, βαρελοσάνιδο [<βεν. – ιταλ. doga]. Και: https://ilialang.gr/δόγα-δούγα-η/

  • ματσάδα, η [ma’tsaða]

    ματσάδα, η [ma’tsaða]: κομμάτι χώματος. [ιταλ. mazz(o) -άδα].

  • κάπα, η [‘kapa]

    κάπα, η [‘kapa]: αδιάβροχο, χοντρό πανωφόρι από μαλλία ζώου (συνήθως κατσίκας ή προβάτου) το οποίο φορούσε ο βοσκός. [< ιταλ. cappa].  

  • τέζα [‘teza]

    τέζα [‘teza] (επίρρ. τροπ.): α. πολύ τεντωμένος, τσιτωμένος. β. ξαπλωμένος σε απόλυτη ακινησία. Φράση: ‘έμεινε / τον βρήκαμε τέζα’ (πέθανε ξαφνικά)· γ. γεμάτος ως επάνω: Φράση: ‘την έκανε τέζα’ (έφαγε πάρα πολύ). [ιταλ. tesa ‘τέντωμα’]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ταπέτο, το [ta’peto]

    ταπέτο, το [ta’peto]: χαλί. [αντδ. < ιταλ. tappeto < λατ. tappetum < αρχ. ταπητ- (τάπης δες στο τάπητας)].

  • τάλε κουάλε [‘tale ku’ale]

    τάλε κουάλε [‘tale ku’ale]: (άκλ.): ολόιδιος, φτυστός. [ιταλ. φρ. tale quale].

  • στανιάρω [sta’ɲaro]

    στανιάρω [sta’ɲaro]: α. επανέρχομαι στην αρχική θέση: ‘Το βαρέλι στάνιαρε’ (έσφιξε από το νερό και δεν τρέχει). β. στηρίζομαι. [< ιταλ stagnare ‘σταματώ, παύω (να ρέω) – στεγανώνω’]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σουλατσέρνω [sula’tserno]

    σουλατσέρνω [sula’tserno]: περπατώ άσκοπα, κάνω βόλτες: ‘Σουλατσέρνανε πάνω κάτω, πάνω κάτω’. [ιταλ. sollazzar(e) ‘διασκεδάζω με ελαφρότητα΄ -ω ( [o > u] από επίδρ. του [l] )· σουλατσ(άρω) μεταπλ. -έρνω].  

  • σμπαράλια, τα [zba’raʎa]

    σμπαράλια, τα [zba’raʎa]: α. κάνω κτ. κομμάτια, θρύψαλα, συντρίμμια. β. γίνομαι ερείπιο, διαλύομαι από κούραση, αρρώστια, στενοχώρια κτλ. [παλ. ιταλ. θηλ. sbaraglia ‘σκόρπισμα΄ που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σκαλτσούνι, το [ska’ltsuni]

    σκαλτσούνι, το [ska’ltsuni]: α. είδος νηστίσιμου γλυκίσματος, γεμισμένου με καρύδια και σταφίδες και πασπαλισμένου με ζάχαρη άχνη. β. κάλτσα [ιταλ. (νότ. διάλ.) calzon(e) -ι με ανάπτ. προτακτ. [s] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: σβόλος – βόλος και τροπή [o > u] από επίδρ. του [n] ή από κλειστή προφ. του [o] στα […]

  • σάλα, η [‘sala]

    σάλα, η [‘sala]: α. το μεγαλύτερο και συνήθ. το ωραιότερο δωμάτιο του σπιτιού, που προορίζεται για την υποδοχή των επισκεπτών· σαλόνι. β. μεγάλη αίθουσα, συνήθ. σε ξενοδοχείο, για χορούς, δεξιώσεις κτλ. [ιταλ. sala].