Ετικέτα: ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ

  • τσούλα, η [‘tʃula]

    τσούλα, η [‘tʃula]: α. χαρακτηρισμός γυναίκας ανήθικης ή ανάγωγης. β. προβατίνα με μικρά αυτιά. ‘Είναι τσουλά αυτή’ (προβατίνα με μικρά αυτιά) [παλ. ιταλ. ciulla ‘κοπέλα΄· τσούλ(α)]. Και: https://ilialang.gr/τσιούλα-η-tsiula/

  • τσούνα, η [‘tʃuna]

    τσούνα, η [‘tʃuna]: τα γεννητικά όργανα παιδιού. [αλβ. tşuni ‘το αγόρι΄].

  • τσουπαρώνα, η [tʃupa’rona]

    τσουπαρώνα, η [tʃupa’rona]: ομορφοκόριτσο.’Είναι μια τσουπαρώνα αυτή!’ [< τσούπ(α) –άρ(α) -ώνα].

  • τσότρα, η [‘tsotra]

    τσότρα, η [‘tsotra]: ξύλινο δοχείο, με πλατιά βάση που στενεύει προς τα πάνω, που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί ή νερό. [αντδ. < τουρκ. çotra, çotura < ιταλ. ciotola < συμφυρ. λατ. cyathus < αρχ. κύαθος & λατ. cotyla < αρχ. κοτύλη]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσίτσα, η [‘tʃitʃa]

    τσίτσα, η [‘tʃitʃa]: ξύλινο, στρογγυλό δοχείο, με επίπεδες πλευρές, που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί. [ίσως σλαβ. tsitsa (πρβ. βουλγ. tsitsa, tsitska ‘μαστός, ρώγα΄)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσιλιβήθρα, η [tʃili’viθra]

    τσιλιβήθρα, η [tʃili’viθra]: α. είδος μικρού ωδικού πτηνού. β. (μτφ.) για μικρόσωμο και αδύνατο άνθρωπο, συνήθ. για παιδί ή για γυναίκα: ‘Αυτό το κορίτσι είναι σαν τσιλιβήθρα!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσιμπουροβύζα, η [tsimburo’viza]

    τσιμπουροβύζα, η [tsimburo’viza]:  η προβατίνα με πολύ μικρή θηλή.  [< τσιμπούρ(ι) –ο- βυζ(ί) –α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσιγαρίδα, η [tʃiγa’riða]

    τσιγαρίδα, η [tʃiγa’riða]: α. (συνήθ. πληθ.) κομμάτια χοιρινού λίπους ξεροτηγανισμένα. β. (μτφ.) για πολύ λεπτό άνθρωπο. [τσιγαρ(ίζω) -ίδα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσίκα, η [‘tʃika]

    τσίκα, η [‘tʃika]: η σπίθα της φωτιάς. [ηχομιμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσατσάλα, η [tʃa’tʃala]

    τσατσάλα, η [tʃa’tʃala]: η διχάλα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσεμπέρα, η [tʃe’mbera]

    τσεμπέρα, η [tʃe’mbera]: βαμβακερό υφαντό μαντήλι με λουλούδια, κεφαλομάντηλο: ”Εβαλε την τσεμέρα της και βγήκε’. [τουρκ. çember -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o,  Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf  

  • τσαμπίδες, οι [tsa’mbiðes]

    τσαμπίδες, οι [tsa’mbiðes]:  τα απομεινάρια των τρυγημένων αμπελιών. [μσν. τσαμπ(ί) -ίδα < βεν. zambin ‘μικρή γάμπα’ (π.χ. ζώου) με αποβ. του τελικού [n] ]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσανάκα, η [tsa’naka]

    Τσανάκα, η [tsa’naka]: η καρδάρα < τουρκ. çanak ‘γαβάθα, τσανάκα’.

  • τσαπερδόνα, η [tsape’rðona]

    τσαπερδόνα, η [tsape’rðona]: α. για μικρό κορίτσι ή κοπέλα ζωηρή, χαριτωμένη. β. το παλιοκόριτσο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσαγκλαρίδες, οι [tsaŋgla’riðes]

    τσαγκλαρίδες, οι [tsaŋgla’riðes]: τα αδύνατα πόδια: ‘Πω πως είναι τα πόδια της! Σαν τσαγκλαρίδες!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τριχιά, η [tri’ça]

    τριχιά, η [tri’ça]: σκοινί τρίχινο και αρκετά χοντρό. [ελνστ. τριχία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τρόκλα, η [‘trokla]

    τρόκλα, η [‘trokla]: η στροφή του δρόμου. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τετράδη, η [te’traði]

    τετράδη, η [te’traði]: η τέταρτη μέρα. [< Τετάρτη]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τέψα, η [‘tepsa]

    τέψα, η [‘tepsa]: χαλκωματένιο ταψί. [< ταψί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ταντέλα, η [ta’dela]

    ταντέλα, η [ta’dela]: η δαντέλα. [< δαντέλα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o