Ετικέτα: ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ
-
γαλομέτρα, η [γalo’metra]
γαλομέτρα, η [γalo’metra]: κανάτα μέτρησης γάλακτος. [< γάλ(α) -ο- μέτρ(ο) -α].
-
σκουλαρικάτη, η [skulari’kati]
σκουλαρικάτη, η [skulari’kati]: προβατίνα με σκουλαρήκια στα αυτιά. [σκουλαρίκ(ι) -άτη].
-
πλατουνούρα, η [platu’nura]
πλατουνούρα, η [platu’nura]: η προβατίνα που έχει πλατιά ουρά. [< πλατ(ύς) + ουρ(α)].
-
τσιούλα, η [‘tsiula]
τσιούλα, η [‘tsiula]: προβατίνα με μικρά αυτιά. Και: https://ilialang.gr/τσούλα-η-tsula/
-
διπλάρα, η [ði’plara]
διπλάρα, η [ði’plara]: προβατίνα που έχει δυο αρνιά. [< διπλ(ός) -αρα].
-
κάπα, η [‘kapa]
κάπα, η [‘kapa]: αδιάβροχο, χοντρό πανωφόρι από μαλλία ζώου (συνήθως κατσίκας ή προβάτου) το οποίο φορούσε ο βοσκός. [< ιταλ. cappa].
-
καλτσουνάτη, η [kaltsu’nati]
καλτσουνάτη, η [kaltsu’nati]: η κότα που έχει πούπουλα στα πόδια. [< ιταλ. calz(a) -ουνάτη].
-
λαθουράτη, η [laθu’rati]
λαθουράτη, η [laθu’rati]: κότα που έχει σκούρο κεφάλι και άσπρα πούπουλα.
-
μπιρμπιλή, η [birbi’li]
μπιρμπιλή, η [birbi’li]: η κότα που έχει διάφορα χρώματα στα πούπουλα. [μπιρ-: ίσως τουρκ. bülbül dişi (bülbül ‘αηδόνι΄ dişi `θηλυκό ταίρι΄) με ανομ. των υγρών συμφ. [l-l > r-l] θηλ. -ή].
-
τσιμπουρή, η [tsimbu’ri]
τσιμπουρή, η [tsimbu’ri]: η προβατίνα που έχει μικρές ρώγες. [τσιμπούρ(ι) -ή].
-
κάτσαινα, η [‘katsena]
κάτσαινα, η [‘katsena]: προβατίνα με καφέ πρόσωπο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
βάκρα, η [‘vakra]
βάκρα, η [‘vakra]: προβατίνα με μαύρο πρόσωπο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i, Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ψιχάλα η [psi’xala]
ψιχάλα η [psi’xala]: σταγόνα βροχής: ‘Ψιλές / χοντρές ψιχάλες’. [μσν. *ψιχάλα (πρβ. μσν. ψιχαλίζει) συμφυρ. ψεκάδα < αρχ. ψεκάς, αιτ. -άδα + ψίχαλο ‘ψίχουλο΄ < αρχ. ψιχ- (δες ψίχα) -αλο].
-
ψιχαστήρα, η [psixa’stira]
ψιχαστήρα, η [psixa’stira]: μεταλλική χειροκίνητη συσκευή για τον ψεκασμό του αμπελιού: ‘Πάρε την ψιχαστήρα για τ’αμπέλι’. [λόγ. ψεκασ- (ψεκάζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. sprinkler].
-
ψωμόλυσσα, η [pso’mοlisa]
ψωμόλυσσα, η [pso’mοlisa]: α. υπερβολικά έντονο αίσθημα πείνας: ‘Έχω μια ψωμόλυσσα που τρώω κι εσένα!’ β. ως μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαθλιωμένου από τη μεγάλη φτώχεια· πειναλέος, πεινάλας. [ψωμ(ί) -ο- + λύσσα].
-
ψιλολιές, οι [psilo’ʎes]
ψιλολιές, οι [psilo’ʎes]: οι ψιλές ελιές. [< ψιλ(η) -ο- (ε)λ(ιά) -ιες].
-
χρυσή, η [xri’si]
χρυσή, η [xri’si]: ίκτερος: ‘Bγάζω τη χρυσή’ (παθαίνω ίκτερο), και ως Φράση: φοβάμαι, θυμώνω πολύ. [ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. χρυσός (ενν. αρρώστια)].
-
χούσβελη, η [‘xusveli]
χούσβελη, η [‘xusveli]: η στάχτη του τζακιού. [< χόβολη]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χλίψη, η [‘xlipsi]
χλίψη, η [‘xlipsi]: η θλίψη. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χοντρολιές, οι [xodro’ʎes]
Χοντρολιές, οι [xodro’ʎes]: οι βρώσιμες ελιές. [< χοντρ(ός) –ο- ελιά].