Ετικέτα: ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ
-
σιούτα [‘sjuta]
σιούτα [‘sjuta]: προβατίνα χωρίς κέρατα. Και: https://ilialang.gr/σούτα-η/
-
σκουσκούρα, η [sku’skura]
σκουσκούρα, η [sku’skura]: η σαύρα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σοκολήθρα, η [soko’liθra]
σοκολήθρα, η [soko’liθra]: σουσουράδα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σουρδέλα, η [su’rðela]
σουρδέλα, η [su’rðela]: στενόμακρο κομμάτι χωραφιού. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
συγκάθια, η [si’gaθʝa]
συγκάθια, η [si’gaθʝa]: γλυκό που έτρωγαν στην κατοχή. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
νταμουνζάνα, η [damu’nzana]
νταμουνζάνα, η [damu’nzana]: μεγάλη μπουκάλα που την έχουν πλέξει με ψάθα. [ιταλ. damigiana < γαλλ. dame-jeanne (περιπαιχτικό) ‘κυρία Ιωάννα΄· λόγ επίδρ. με βάση το γαλλ. τύπο]. Και: https://ilialang.gr/τραμπουζάνα-η/
-
τσούπα, η [‘tʃupa]
τσούπα, η [‘tʃupa]: α. κόρη: ‘Έχει ένα παιδί και δύο τσούπες’. β. κορίτσι, κοπέλα. [αλβ. tšuprë, tšupa]. Και: https://ilialang.gr/τσούπρα-η/ Και: https://ilialang.gr/τσουπί-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαρναβέλα, η [xarna’vela]
χαρναβέλα, η [xarna’vela]: ο κρίκος που μπαίνει στη μύτη του γουρουνιού για να μην σκάβει. Και: https://ilialang.gr/χαρδαβέλα-ή-χαρνναβέλα-ο-κρίκος-που-μπ/
-
κλαμάρω, η [kla’maro]
κλαμάρω, η [kla’maro]: (ειρων.) η καμαρωτή: ‘Κοίτα την κλαμάρω! Μη και πέσει η μύτη της, δεν σκύβει να την μαζώξει’.
-
μπροστομούνα, η [brosto’muna]
μπροστομούνα, η [brosto’muna]: η ποδιά που φοράει η νοικοκυρά. [(επιρρ.) μπροστ(ά) -ο- μουν(ί) -α]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπροστομούνι-το-brostomuɲi/ Επίσης: https://ilialang.gr/μπροστέλα-η/
-
βοϊδογλειψιά, η [voiðoγli’psça]
βοϊδογλειψιά, η [voiðoγli’psça]: τούφα μαλλιών που είναι κολλημένη πάνω στο κεφάλι καλύπτοντας το μέτωπο. [βόιδ(ι) -ο- γλείψ(ω) -ιά]. Και: https://ilialang.gr/βοϊδόγλυμα/
-
δούγα, η [‘ðuγa]
δούγα, η [‘ðuγa]: κυρτή σανίδα βαρελιού, βαρελοσάνιδο [<βεν. – ιταλ. doga]. Και: https://ilialang.gr/δόγα-δούγα-η/
-
ζούμπα, η [‘zumba]
ζούμπα, η [‘zumba]: η καμπούρα. [τουρκ. zımba < περσική سمبه sumba]. Και: https://ilialang.gr/ζιούμπα-ζούμπα/
-
ζεύλα, η [‘zevla]
ζεύλα, η [‘zavla]: α. ξύλινο εξάρτημα το οποίο συνδέεται με τον ζυγό και περιβάλλει τον τράχηλο του ζώου. β. δύστροπο ζώο. [λόγ. < αρχ. ζεύγλη, ζεύγλα· μσν. ζεύλα < αρχ. ζεύγλα, με αποβ. του [γ] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
θημωνιά, η [θimo’ɲa]
θημωνιά, η [θimo’ɲa]: σωρός από δεμάτια σιτηρών ή χόρτου ο οποίος, χάρη στο κατάλληλο σχήμα του και στη σωστή τοποθέτησή του, μπορεί να διατηρηθεί αρκετό χρονικό διάστημα στο ύπαιθρο, όλος ο σωρός των χερόβολων και δεματιών της καλλιέργειας των σταχιών: ‘Έστεκαν οι θεμωνιές στ’ αλώνι’. [μτγν. ουσ. θημωνιά]. Και: https://ilialang.gr/θεμωνιά-θημωνιά-η-θimona/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
καλιακούτσα, η [kaʎa’kutsa]
καλιακούτσα, η [kaʎa’kutsa]: μεταφορά παιδιού στους ώμους κάποιου. Και: https://ilialang.gr/καλικούτσα-ή-κούτσα/
-
κατσομαλλίδα, η [katsoma’liða]
κατσομαλλίδα, η [katsoma’liða]: ανατριχίλα: ‘Μου σηκώθηκε η κατσομμαλίδα’. [κατσ(ί) -ο- μαλλ(ί) -ίδα].
-
καυκάλα, η [kaf’kala]
καυκάλα, η [kaf’kala]: α. κρανίο, κεφάλι. β. το ξεροψημένο πάνω μέρος της πίτας ή του ψωμιού. γ. το όστρακο της χελώνας [<ουσ. καύκα ή ος ή ίον + κατάλ. αλον. Η λ. σε Σχολ. (LS). Ο τ. ο και σήμ.]. Και: https://ilialang.gr/καύκαλο/
-
καυκαλίδα, η [kafka’liða]
καυκαλίδα, η [kafka’liða]: εύγευστο αγριόχορτο. [καύκαλ(ο) + –ίδα ]. Και: https://ilialang.gr/καυκαλίθρα-καυκαλίδα-η-νόστιμο-αγρι/ Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κωλιόστρα, η [ko’ʎostra]
κωλιόστρα η [ko’ʎostra]: α. το πρώτο παχύ γάλα γιδοπροβάτων μετά τη γέννα. β. το κουρκουβίγκι (πίτα τηγανιτή). Και: https://ilialang.gr/?s=κωλόστρα Όπως και: https://ilialang.gr/κορκουβίκι-το/