Ετικέτα: ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ
-
πεζούλα, η [pe’zula]
πεζούλα, η [pe’zula]: η διαβάθμιση που δημιουργούν οι γεωργοί, συνήθως με πέτρες, στα επικλινή χωράφια για να κρατιέται το χώμα. [πεζ(ός) -ούλα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
περάτη, η [pe’rati]
περάτη, η [pe’rati]: η πρώτη αυλακιά σε χωράφι. [περα- (περνώ) -της]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
περδικούλα, η [perði’kula]
περδικούλα, η [perði’kula]: (μτφ.) για κπ που έχει το θάρρος, την ψυχή να κάνει κτ.: ‘Το λέει η περδικούλα του!’. [πέρδικ(α) -ούλα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πέρζελη, η [‘perzeli]
πέρζελη, η [‘perzeli]: το χώμα που δεν είναι γόνιμο.
-
πετρούτσα, η [pe’trutsa]
πετρούτσα, η [pe’trutsa]: είδος σαλιγκαριού. [πέτρ(α) -ούτσα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπίγουλη, η [‘biγuli]
μπίγουλη, η [‘biγuli]: φιδές.
-
πιασά, η [pca’sa]
πιασά, η [pca’sa]: η σποριά του γεωργού. [πιάσ(ιμο) -α].
-
πλάτη, η [‘plati]
πλάτη, η [‘plati]: (μτφ.) η σελίδα ενός βιβλίου. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πλέχτρα, η [‘plextra]
πλέχτρα, η [‘plextra]: η πλεξίδα από κρεμμύδια. [πλέκ(ω) -τρα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πουτσαρίνα, η [putsa’rina]
πουτσαρίνα, η [putsa’rina]: η δυναμική και γενναία γυναίκα. [πούτσ(ος) -αρίνα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πουτσούλα, η [pu’tsula]
πουτσούλα, η [pu’tsula]: ο λεβέντης: ‘Τι φτιάνς, πουτσούλα μου;’. [πούτσ(ος) -ούλα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf, https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πυτιά, η [pi’tça]
πυτιά, η [pi’tça]: μαγιά, φυσική ή τεχνητή, που βάζουν στο γάλα για να πήξει, να γίνει τυρί ή γιαούρτι. [αρχ. πυτία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ράντα, η [‘randa]
ράντα, η [‘randa]: τιράντα: ‘Βάλε τις ράντες στο παντελόνι σου’. [< τιράντα, όπου η αρχική συλλαβή θεωρήθηκε οριστικό άρθρο (τη)]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρέλα, η [‘rela]
ρέλα, η [‘rela]: το πλαίσιο πάνω στο οποίο στηρίζονται τα κεραμίδια της στέγης. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρούγκλα, η [‘rugla]
ρούγκλα, η [‘rugla]: το μεθύσι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρούτζα, η [‘rudza]
ρούτζα, η [‘rudza]: θυμωμένη φάτσα, μουτρωμένος. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σαρωματιά, η [saroma’tça]
σαρωματιά, η [saroma’tça]: η σκούπα. [σαρώ(νω) -ματιά].
-
σιρμαγιά η [sirma’ja]
σιρμαγιά η [sirma’ja]: α. χρηματικό ή άλλο απόθεμα εμπόρου. β. μαγιά [τουρκ. sermay(e) (από τα περσ.) -ά ίσως κατά το μαγιά· τροπή [se > si]]. Και: https://ilialang.gr/σιάζσερμαγιά-η-sermaja/
-
σάκαινα, η [‘sakena]
σάκαινα, η [‘sakena]: το μεγάλο σακί. [σακ(ί) -αινα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σκίνα, η [‘skina]
σκίνα, η [‘skina]: το πίσω μέρος λαιμού ζώου. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf