Ετικέτα: ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ

  • μπούκα, η [‘buka]

    μπούκα, η [‘buka]: το στόμιο. [ιταλ. (διαλεκτ.) & βεν. buca ‘στενό άνοιγμα, στόμιο καναλιού΄ & βεν. boca ‘στόμα, στόμιο πυροβόλου΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μπεμπέτσα, η [be’betsa]

    μπεμπέτσα, η [be’betsa]: η κλειστή κουκουνάρα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μάντα, η [‘manda]

    μάντα, η [‘manda]: η άκρη.  

  • μπάμπω, η [‘bambo]

    μπάμπω, η [‘bambo]: η γιαγιά. [μσν. *μπάμπω (πρβ. μσν. μπαμπόγερος) < σλαβ. babo κλητ. της λ. baba ‘γριά΄]. Και: https://ilialang.gr/βάβα-η/

  • μάτσα, η [‘matsa]

    μάτσα, η [‘matsa]: κομμάτι χώματος. [ιταλ. mazz(o) -α].

  • μάσα, η [‘masa]

    μάσα, η [‘masa]: σιδερένιο εργαλείο που μοιάζει με γυρτό φτυάρι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μαντηλαριά, η [mandila’rʝa]

    μαντηλαριά, η [mandila’rʝa]: η μπόλια, το μαντήλι μαλλιών. [μαντήλ(ι) -αριά]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μάμα, η [‘mama]

    μάμα, η [‘mama]: το στομάχι των πουλερικών. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μαλαγανιά, η [malaγa’ɲa]

    μαλαγανιά, η [malaγa’ɲa]: το καλόπιασμα. [μαλαγάν(α) -ιά < ίσως ισπαν. malagana].

  • μαγκάνα, η [ma’gana]

    μαγκάνα, η [ma’gana]: το μάλωμα.

  • ντάσκα, η [‘daska]

    ντάσκα, η [‘daska]: η σχολική σάκα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • νόνα, η [‘nona]

    νόνα, η [‘nona]: γιαγιά. [ιταλ. nonna < υστλατ. nonna ‘παραμάνα, καλόγρια΄ λ. νηπιακή και έκφραση σεβασμού (πρβ. μσν. νόννα ‘θεία, καλόγρια΄ < υστλατ. nonna)].  

  • ξερολιθιά, η [kseroli’θca]

    ξερολιθιά, η [kseroli’θca]: τοίχος ή μάντρα χτισμένη με πέτρες χωρίς λάσπη. [ξερ(ός) –ο- λίθ(ος) –ιά]. Και: https://ilialang.gr/ξεροτοιχιά/

  • ξελόντζα, η [kse’londza]

    ξελόντζα, η [kse’londza]: η καλύβα: ‘Έφτιαξε την ξελόντζα του δίπλα στα ζωντανά’.

  • ογνίτσα, η [o’γnitsa]

    ογνίτσα, η [o’γnitsa]: είδος αρρώστιας. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πλακοπαΐδα, η [plako’paiða]

    πλακοπαΐδα, η [plako’paiða]: η φάκα, το ξύλινο κατασκεύασμα για να πιάνει άγρια πουλιά: ‘Οι κυνηγοί στήσανε τις πλακοπαΐδες κι έφυγαν’. Και: https://ilialang.gr/παΐδα-η-paida/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • παλιογκιόσα, η [paʎo’ɟosa]

    παλιογκιόσα, η [paʎo’ɟosa]: χαρακτηρισμός μειωτικός για γυναίκες κοντόχοντρες. [παλι(ός) -ο- + βλάχ. ghes(ŭ) ‘μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -α]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • παπίτσα, η [pa’pitsa]

    παπίτσα, η [pa’pitsa]: σίδερο ρούχων της εποχής που δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Βλ.: https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/el/browse/96853

  • παραμίνα, η [para’mina]

    παραμίνα, η [para’mina]: ο λοστός. [ιταλ. barramina με αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα – πιστόλα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πατουκλιά, η [patu’kʎa]

    πατουκλιά, η [patu’kʎa]: πυκνή φυλλωσιά από βάτα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf