Ετικέτα: ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ

  • ξεροτοιχιά, η [kseroti’ça]

    ξεροτοιχιά, η [kseroti’ça]: τοίχος ή μάντρα χτισμένη με πέτρες χωρίς λάσπη. [ξερ(ός) –ο- τοίχ(ος) –ιά]. Και: https://ilialang.gr/ξερολιθιά-η-kseroliθca/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ξέρα η [‘ksera]

    ξέρα, η [‘ksera]: ξηρασία, αναβροχιά. [μσν. ξέρα < ξερ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ξενηστικωμάρα, η [ksenistiko’mara]

    ξενηστικωμάρα, η [ksenistiko’mara]: η πείνα. [< ξε- νηστικ(ός) –ωμάρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ξεκωλωμένη, η [ksekolo’meni]

    ξεκωλωμένη, η [ksekolo’meni]: υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα που επιλέγει πολλούς ερωτικούς συντρόφους. [ξε- κωλώ(νω) -μένη].

  • ξεκοπή, η [kseko’pi]

    ξεκοπή, η [kseko’pi]: αποκοπή. [ξε- κοπή]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • νυφίτσα, η [ni’fitsa]

    νυφίτσα, η [ni’fitsa]: α. μικρό σαρκοβόρο θηλαστικό, συγγενικό με το κουνάβι, με αδύνατο σώμα που είναι σκεπασμένο με τρίχωμα κοκκινωπό στην πλάτη και άσπρο στην κοιλιά. β. χαρακτηρισμός για πονηρή γυναίκα: ‘Είναι νυφίτσα’. [μσν. νυφίτσα < νυμφίτσα με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] < αρχ. νύμφ(η) -ίτσα (επειδή […]

  • ξιάλη, η [‘ksʝali]

    ξιάλη, η [‘ksʝali]: γεωργικό εργαλείο για το όργωμα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ξαγκούσα, η [ksa’gusa]

    ξαγκούσα, η [ksa’gusa]: προκοπή: ‘Έκανε ξαγκούσα’.

  • ντουντούκα, η [du’duka]

    ντουντούκα, η [du’duka]: α. χωνί: ‘Πήρε τη ντουντούκα του για να βάλει λάδι’. β. είδος παιδικής τρομπέτας. [τουρκ. düdük -α κατά το φλογέρα].

  • ντούισκα, η [‘duiska]

    ντούισκα, η [‘duiska]: συστάδα από φυτά βελανιδιάς. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • νταραβίρα, η [dara’vira]

    νταραβίρα, η [dara’vira]: σφυρίχτρα από καλάμι σιταριού. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • νταρντάνα, η [da’rdana]

    νταρντάνα, η [da’rdana]: γυναίκα μεγαλόσωμη, γεροδεμένη: ‘Είναι νταρντάνα αυτή’. [ιταλ. tartana ‘πλατύ φορτηγό καράβι, μεγαλόσωμη γυναίκα΄ με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-ta > tinda > tin-da] και αφομ. ηχηρ. [d-t > d-d] ]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ντιβανοκασέλα [divanoka’sela]

    ντιβανοκασέλα, η [divanoka’sela]: έπιπλο του οποίο το πάνω μέρος χρησιμοποιείται για ανάπαυλα ή ως κάθισμα και το εσωτερικό διαθέτει αποθηκευτικό χώρο. [ντιβάν(ι) -ο- + κασέλα].

  • νταμιτζάνα. η [dami’dzana]

    νταμιτζάνα η [dami’dzana]: μεγάλο γυάλινο δοχείο, καλυμμένο με ψάθινο ή πλαστικό πλέγμα, κατάλληλο για κρασί ή για νερό. [ιταλ. damigiana < γαλλ. dame-jeanne (περιπαιχτικό) ‘κυρία Ιωάννα΄· λόγ επίδρ. με βάση το γαλλ. τύπο].

  • νουρά, η [nu’ra]

    νουρά, η [nu’ra]: ουρά. [ουρά με ανάπτ. αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [tin-ur > tinur > ti-nur] ].

  • μπροστινέλα, η [brosti’nela]

    μπροστινέλα, η [brosti’nela]: η ζώνη του στήθους που κρατάει το σαμάρι. [μσν. μπροστέλα < εμπροστέλα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπροστ(ά) -έλα (ιταλ. υποκορ. επίθημα) ή < σλαβ. *prestela (πρβ. βουλγ. prestilka ‘ποδιά΄) παρετυμ. μπροστά· παρετυμ. μπροστινός].

  • μυλόπετρα, η [mi’lopetra]

    μυλόπετρα, η [mi’lopetra]: καθεμιά από τις δύο κυλινδρικές πλάκες που χρησιμοποιούσαν στο μύλο για το άλεσμα των σιτηρών: ‘Πέτρινη μυλόπετρα’. [μύλ(ος) -ο- + πέτρα].

  • μωρ’γιάραχνη, η [mor’jaraxni]

    μωρ’γιάραχνη, η [mor’jaraxni]: μαύρη, κακομοίρα. [μωρ(ή) αρχ. ἀράχνη].

  • μπούφλα, η [‘bufla]

    μπούφλα, η [‘bufla]: χτύπημα από την ανάποδη της παλάμης: ‘Θα φας μπούφλα’. [ίσως, ηχομιμητική].

  • μπούρδα, η [‘burða]

    μπούρδα, η [‘burða]: α. λόγος ανόητος, ψευδής ή γενικά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. β. η λινάτσα. [ισπαν. burda ‘χοντροκομμένη΄, ‘αδέξιο ψέμα΄].