Ετικέτα: ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ
-
κούκλα, η [‘kukla]
κούκλα, η [‘kukla]: (μτφ.) το καλαμπόκι.
-
χειρόσβαρνα, η [xi’rosvarna]
χειρόσβαρνα, η [xi’rosvarna]: ξύλινο ή μεταλλικό εργαλείο για το χωράφι. [χέρ(ι) -ο- σβάρνα < σλαβ. barna ‘γεωργικό εργαλείο’].
-
τσιμπολάμπα, η [tsibo’lamba]
τσιμπολάμπα, η [tsibo’lamba]: μικρός λύχνος. [τσιμπ(άω) -ο- λάμπα].
-
γροθαρόμαντρα, η [γroθa’romandra]
γροθαρόμαντρα, η [γroθa’romandra]: μάντρα από γροθάρια (μικρά κλαδιά ελιάς). [γροθάρ(ι) -ο- μάντρα].
-
κοπρολιά, η [kopro’ʎa]
κοπρολιά, η [kopro’ʎa]: είδος ελιάς. [κοπρ(ιά) -ο- ελιά].
-
κουτσούμπα, η [ku’tsumba]
κουτσούμπα, η [ku’tsumba]: ξερά μέρη που αφαιρούνται από τα δέντρα ή τα φυτά.
-
πνογά, η [pno’γa]
πνογά, η [pno’γa]: η κούραση. [πνοή].
-
παραβολιά, η [paravo’ʎa]
παραβολιά, η [paravo’ʎa]: μέρος όπου δεν το πιάνει το αλέτρι.
-
γάρτσα, η [‘γartsa]
γάρτσα, η [‘γartsa]: βρωμιά.
-
γουλισιά, η [γuli’sça]
γουλισιά, η [γuli’sça]: λάσπη από υπερχείλιση ποταμού.
-
μπλουμπέτσα, η [blu’betsa]
μπλουμπέτσα, η [blu’betsa]: οι μικρές φουσκάλες που σχηματίζονται στα χείλη. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ορμήνια, η [o’rmiɲa]
ορμήνια, η [o’rmiɲa]: συμβουλή: ‘Πήρα την ορμήνια μου από τη βάβα μου’. [μσν. *ορμήνια (πρβ. μσν. ορμηνεία, ερμήνεια) < ορμην(εύω) -ια (αναδρ. σχημ.)].
-
προσκεφαλάδα, η [proskefa’laða]
προσκεφαλάδα, η [proskefa’laða]: τετράγωνη μαξιλάρα, στολισμένη με πάνινα τριαντάφυλλα, γεμισμένη με βάγια όπου μέσα έβαζαν καρύδια, ζαχαρωτά και χρήματα. [προσκέφαλ(ο) -άδα]. Αλλιώς, και: https://ilialang.gr/ντεμέλα-η/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o Βλ. περαιτέρω: https://www.antroni.gr/8-frontpage/1786-proskefalada-i-maksilara-i-demela-to-peistirio-epathlo-tou-sygxarikiari-tis-nyfis-kai-tou-gamprou-3
-
παΐδα, η [pa’iða]
παΐδα, η [pa’iða]: η φάκα, το ξύλινο κατασκεύασμα για να πιάνει άγρια πουλιά: ‘Οι κυνηγοί στήσανε τις παΐδες κι έφυγαν’. Και: https://ilialang.gr/πλακοπαΐδα-η-plakopaida/
-
παραστάδα, η [para’staða]
παραστάδα, η [para’staða]: τετραγωνικού σχήματος κολόνα ή δοκός, ενσωματωμένη σε τοίχο, συνήθ. δεξιά και αριστερά από ένα άνοιγμα (πόρτα, παράθυρο κτλ.), ως στοιχείο στήριξης ή διακόσμησης. [λόγ. εν. < αρχ. πληθ. παραστάδες]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
κοκόνα, η [ko’kona]
κοκόνα, η [ko’kona]: α. ως προσφώνηση, χαϊδευτικά, για γυναίκα και κυρίως κόρη: ‘Γεια σου κοκόνα μου’. β. (ειρ.) για γυναίκα μαθημένη στην άνεση και στην πολυτέλεια. [ρουμ. cocoăna].
-
σουρσιά, η [su’rsça]
σουρσιά, η [su’rsça]: το πέρασμα. [σούρνω]. Και: https://ilialang.gr/σουρμή-η/
-
σκρούφα, η [‘skrufa]
σκρούφα, η [‘skrufa]: ρυτίδα.
-
σπαργανίδα, η [sparγa’niða]
σπαργανίδα, η [sparγa’niða]: μακριά και πλατιά λουρίδα υφάσματος, με την οποία περιτύλιγαν το βρέφος. [< αρχ. σπάργαν(ον) -ίδα].
-
φουγκαρία, η [funga’ria]
φουγκαρία, η [funga’ria]: η φωτιά: ‘Άναψε μια φουγκαρία που έφτασε ίσαμε πάνω’.