Ετικέτα: ΗΧΟΜΙΜΗΤΙΚΗ
-
γκριτζιανάω [gridzja’nao]
γκριτζιανάω [gridzja’nao]: γρατζουνάω. [ηχομιμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκουρλίζω [gu’rlizo]
γκουρλίζω [gu’rlizo]: γουργουρίζω: ‘Το γατί γκούρλιζε’. [ηχομιμητική]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βαρδάρι, το [va’rðari]
βαρδάρι, το [va’rðari]: α. το ξύλο του μύλου που ακουμπούσε στην μυλόπετρα για να προκαλέσει την τροφοδοσία. β. Ο βάτραχος [ηχομιμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αναμπουμπούλα, η [anambu’mbula]
αναμπουμπούλα, η [anambu’mbula]: ανακατωσούρα, φασαρία, αναστάτωση. [< αναμπαμπούλα με υποχωρ. αφομ. [a-u > u-u] < βεν. επίρρ. ala babala ( [-balá] ) ‘στο βρόντο΄ (ηχομιμ.) με ανομ. [l-l > n-l] ή παρετυμ. ανα- και εισαγωγή του επιθήματος -ούλα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
χουχουλιέμαι [xuxu’ʎeme]
χουχουλιέμαι [xuxu’ʎeme]: α. ζεσταίνω τα χέρια με την ανάσα μου. β. κάποιος που βγάζει κλαψιάρικα επιφωνήματα [ηχομ.].
-
χλαπακιάζω [xlapa’cazo]
χλαπακιάζω [xlapa’cazo]: τρώω γρήγορα μεγάλη ποσότητα φαγητού και κάνοντας θόρυβο. [ηχομιμ.]. Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω-xlapakazo/ Και: https://ilialang.gr/χλαπουτσάω/
-
τσιγουρίζω [tsiγu’rizo]
τσιγουρίζω [tsiγu’rizo]: κάνω κάποιον να υποφέρει. [μσν. τσιγαρίζω < βεν. cigar < ιταλ. zigare < ηχομιμ. λέξη].
-
ξαρίζω [ksa’rizo]
ξαρίζω [ksa’rizo]: καθαρίζω, κόβω χόρτα και κλαδιά. [ίσως ηχομιμ.].
-
νιανιά [ɲa’ɲa]
νιανιά [ɲa’ɲa]: α. φαγητό μωρού. β. τροφή που είναι σαν μάζα, χωρίς σχήμα, ανακατεμένο. [λ. νηπιακή, ηχομιμ.].
-
μπουρμπούλι, το [bu’rbuli]
μπουρμπούλι, το [bu’rbuli]: το νερόβραστο. [ίσως, ηχομιμ.].
-
μπλατσουράω [blatsu’rao]
μπλατσουράω [blatsu’rao]: περπατάω στα νερά. [ηχομιμ. πλατς + -ουράω].