Ετικέτα: ΗΧΟΜΙΜΗΤΙΚΗ
-
κοκκολογιέται [kokolo’ʝete]
κοκκολογιέται [kokolo’ʝete]: κακαρίζει η κότα.
-
σερσέγκι [se’rseŋgi]
σερσέγκι [se’rseŋgi]: μεγάλη μέλισσα με δηλητηριώδες κεντρί [< ίσως, ηχομιμ.]. Και: https://ilialang.gr/σέρσεγκας-ιγκι/
-
τροκάνι, το [tro’kani]
τροκάνι, το [tro’kani]: το κουδούνι των προβάτων. [τροκάν(α) υποκορ. -ι]. Και: https://ilialang.gr/τσοκάνι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
κριτσανίζω [kritsa’ɲizo]
κριτσανίζω [kritsa’ɲizo]: για το χαρακτηριστικά ψιλό και ξερό θόρυβο που παράγεται, όταν μασάμε κτ. πολύ ξεροψημένο. [κριτς -ανίζω]. Και: https://ilialang.gr/κριτσανάω-κριτσανίζω-kritsanizo/
-
χλαπουτσάω [xlapu’tsao]
χλαπουτσάω [xlapu’tsao]: τρώω γρήγορα μεγάλη ποσότητα φαγητού και κάνοντας θόρυβο. [ηχομιμ.]. Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω/ Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω-xlapakazo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χλαπακώνω [xlapa’kono]
χλαπακώνω [xlapa’kono]: τρώω γρήγορα μεγάλη ποσότητα φαγητού και κάνοντας θόρυβο. [ηχομιμ.]. Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω/ Και: https://ilialang.gr/χλαπουτσάω/
-
χαρχαλεύω [xarxa’levo]
χαρχαλεύω [xarxa’levo]: ψάχνω κάτι αθόρυβα. [ηχομιμ.].
-
τσουρουφλίζω [tsuru’flizo]
τσουρουφλίζω [tsuru’flizo]: καίω με κερί. [τσουρουφλίζω]. Και: https://ilialang.gr/τσουρουφλάω-tsuruflao/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσοκάνι, το [ʃo’kani]
τσοκάνι, το [ʃo’kani]: το κουδούνι των προβάτων < [τροκάν(α) υποκορ. -ι]. Και: https://ilialang.gr/τροκάνι-το-trokani/
-
τσιντσιρίζω [tʃintʃi’rizo]
τσιντσιρίζω [tʃintʃi’rizo]: τηγανίζω. [ηχομημ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσίκα, η [‘tʃika]
τσίκα, η [‘tʃika]: η σπίθα της φωτιάς. [ηχομιμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσάρφαλα, τα [‘tʃarfala]
τσάρφαλα, τα [‘tʃarfala]: τα ξερόκλαδα που χρησιμοποιούνται για προσανάμματα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σέρσεγκας [‘sersegas]
σέρσεγκας [‘sersegas]: μεγάλη μέλισσα με δηλητηριώδες κεντρί [< ίσως, ηχομιμ.]. Και: https://ilialang.gr/σερσέγκι-sersengi/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πλατσιουράω [platʃu’rao]
πλατσιουράω [platʃu’rao]: τσαλαπατάω και παίζω στα νερά. [πλατσουρίζω < ηχομιμ. πλατς + -ουρ(ίζω) -άω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
μπιζ, το [‘biz]
μπιζ, το [‘biz]: (άκλ.) ομαδικό παιχνίδι, στο οποίο κάποιος χωρίς να βλέπει πρέπει να μαντέψει ποιος από τους άλλους τον χτύπησε, καθώς και το σχετικό επιφώνημα. [ηχομιμ.].
-
κριτσανάω [kritsa’nao]
κριτσανάω [kritsa’nao]: για το χαρακτηριστικά ψιλό και ξερό θόρυβο που παράγεται, όταν μασάμε κτ. πολύ ξεροψημένο. [κριτς -ανίζω]. Και: https://ilialang.gr/κριτσανίζω-kritsaɲizo/
-
κοκολόγημα, το [koko’loγima]
κοκολόγημα, το [koko’loγima]: κακάρισμα κότας. [ηχομ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κλωγιού, η [klo’ʝu]
κλωγιού, η [klo’ʝu]: η κλώσσα. [κλωσσάω < αρχ. κλώ(σσω) ‘κακαρίζω΄ -γιού (ηχομιμ.)].
-
γουργουλάω [γurγu’lao]
γουργουλάω [γurγu’lao]: πεινάω πολύ: ‘Mε γουργουλάει η κοιλιά’. [ηχομιμητική]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκριτζάλα, η [gri’ndzala]
γκριτζάλα, η [gri’ndzala]: ξύλινη τσουγκράνα που χρησιμοποιείται για τη συλλογή σταφίδας. [ηχομιμ.].