Ετικέτα: ΕΠΙΡΡΗΜΑ
-
πλιόνε [‘pʎone]
πλιόνε [‘pʎone]: πια.
-
πισοκάπουλα [piso’kapula]
πισοκάπουλα [piso’kapula]: (επιρρ.) όταν κάποιος κάθεται στα οπίσθια ενός ζώου επειδή είναι φορτωμένο. [πίσ(ω) -ο- καπούλ(ι) -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
περικοπά [periko’pa]
περικοπά [periko’pa]: (επιρρ.) από τον πιο σύντομο δρόμο. [περικόπ(τω) -ά].
-
ουλούθε [u’luθe]
ουλούθε [u’luθe]: (επιρρ.) παντού. [μσν. ολούθεν < όλ(ος) -θεν (δες στο -θε) κατά το πούθεν > πούθε]. Και: https://ilialang.gr/ολούθε-oluθe-επίρρ/
-
ντούζα [‘duza]
ντούζα [‘duza]: φούσκωσα από το πολύ φαγητό: ‘Έγινε η κοιλιά μου ντούζα’.
-
ντουγρού [du’γru]
ντουγρού [du’γru]: (επίρρ. τροπ.) ίσια, κατευθείαν: ‘Tράβηξα ντουγρού για το σπίτι’. [τουρκ. doğru και τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή από υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ].
-
ντάλα [‘dala]
ντάλα [‘dala]: (επίρρ. χρον.): στην καρδιά μιας εποχής: ‘Ντάλα μεσημέρι, καταμεσήμερο καλοκαιρινής μέρας, με πολύ δυνατό ήλιο’. [τουρκ. dal ‘σκέτο, γυμνό΄ -α].
-
μπονώρα [bo’nora]
μπονώρα [bo’nora]: πολύ πρωί, γρήγορα: ‘Εφυγε μπονώρα’. [ιταλ. a buonora ‘πρωί’].
-
μπίτι [‘biti]
μπίτι [‘biti]: καθόλου. [τουρκ. bit ‘τέλειωνε!’, προστ. του ρ. biter].
-
μονοημερνά [monoime’rna]
μονοημερνά [monoime’rna]: (επιρρ.) εντός της ημέρας: ‘Τα σταφύλια μαζεύουνται μονοημερνά’. [μον(ός) -ο- ημέρ(α) -να].
-
κουτουρού [kutu’ru]
κουτουρού [kutu’ru]: (επίρρ.) απερίσκεπτα, στην τύχη, χωρίς υπολογισμό ή προγραμματισμό: ‘Περπατούσε κουτουρού’. [τουρκ. götürü ‘με συνολική τιμή, με το σωρό΄ με αποηχηροπ. του αρχικού [g > k] αναλ. προς ουσ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα – καμήλα (η τροπή [y > u] ίσως μέσω βαλκανικής διαλέκτου, και υποχωρ. αφομ. του πρώτου φων. προς τα ακόλουθα)].
-
κάργα [‘karγa]
κάργα [‘karγa]: (επίρρ.) α. για να δηλώσουμε ότι κτ. είναι εντελώς και υπερβολικά γεμάτο· φίσκα, τίγκα. β. πολύ σφιχτά: ‘Tο έδεσε κάργα το σκοινί’. β. για κτ. πολύ τεντωμένο [βεν. carga ‘φορτίο, γεμάτο΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
εδεπά [eðe’pa]
εδεπά [eðe’pa]: (επιρρ.) σε αυτό το σημείο, εδώ. [<επιφ. έδε + επίρρ. επά. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γουλί [γu’li]
γουλί [γu’li]: (επιρρ.) κούρεμα μέχρι την ρίζα: ‘Με κούρεψε γουλί’.