Ετικέτα: ΕΠΙΡΡΗΜΑ
-
αποβραδίς [apovra’ðis]
αποβραδίς [apovra’ðis]: (επίρρ.) αργά το βράδυ. [από + βράδυ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
απίστομα [a’pistoma]
απίστομα [a’pistoma]: (επίρρ.) μπρούμυτα: ‘Έπεσε τ΄ απίστομα’. [πι-: μσν. επίστομα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· απι-: ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με το άρθρο τα και ανασυλλ. [ta-pi > tapi > t-api]].
-
απέ [a’pe]
απέ [a’pe]: (επίρ.) και λοιπόν: ‘Απέ και τι έγινε;’. [από]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αντάμα [a’ndama]
αντάμα [a’ndama]: (επίρρ.) μαζί. [μσν. αντάμα < εντάμα με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] < ελνστ. φρ. ἐν τῷ ἅμα με αποφυγή της χασμ. (αρχ. ἅμα ‘αμέσως, μαζί΄)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ανερώτηγα [ane’rotiγa]
ανερώτηγα [ane’rotiγa]: (επίρρ.) χωρίς να ρωτήσει, χωρίς άδεια. [αν(α) + ερωτ(άω) -ηγα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
άναυλα [‘anavla]
άναυλα [‘anavla]: (επιρρ.) λέγεται για αυτόν που αναχωρεί συνήθως βίαια: ‘Έφυγε άναυλα δίχως να δώκει εξηγήσεις’. [< αρχ. άναυλ(ος) -α]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ανάρια [a’narʝa]
ανάρια [a’narʝa]: (επιρρ.) αραιά. [μσν. ανάριος < αν(α)- αραι(ός) -ια με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τον. κατά τα σύνθ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
άμποτε [Ꞌambote]
άμποτε [Ꞌambote]: μακάρι. [μσν. άμποτε < φρ. αν ποτέ [án pote] με αφομ. θέσης άρθρ. [np > mp]· μσν. άμποτες < άμποτε με προσθήκη -ς αναλ. προς τα χτες, τότες]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αμούτσι [aꞋmutsi]
αμούτσι [a’mutsi]: (επιρρ.) τσάμπα: ‘Έφαγε αμούτσι και δεν άφηκε και τίποτα’ (έφαγε τσάμπα και δεν έφερε κανένα κέρασμα, όπως κρασί). Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αλάργα [aꞋlarγa]
αλάργα [aꞋlarγa]: μακριά. [μσν. αλάργα < ιταλ. (γενοβ. διάλ.) a larga]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αγνάντιο [aꞋγnandʝo]
αγνάντιο [aꞋγnandʝo]: χώρος, τόπος, απ΄ όπου μπορεί κανείς ν΄ αγναντεύει· αγνάντεμα: ‘Bγήκε στ΄ αγνάντιο, για να βλέπει το παιδί’. [ουδ. του *αγνάντιος < αρχ. ἐναντίος ‘ο απέναντι΄ με επίδρ. του αγνάντια· αγνάντι: κατά το αγνάντια – αγνάντι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αβέρτα [a’verta]
αβέρτα [a’verta]: (επιρρ.) χωρίς κανέναν περιορισμό. [αβέρτ(ος) επίρρ. -α].
-
χάμου [‘xamu]
χάμου [‘xamu]: κάτω, καταγής [μσν. χάμω < αρχ. χαμαί με μετακ. τόνου και αλλ. -αι > -ω αναλ. προς τα κάτω, πάνω· χάμου: αλλ. -ω > -ουαναλ. προς τα πού, κάπου, αυτού].
-
τσίτσιδι [tsi’tsiði]
τσίτσιδι [tsi’tsiði]: χωρίς ρούχα, με εντελώς γυμνό σώμα. [τσιτσ(ί) -ιδι < πρβ. ιταλ. ciccia, cicci].
-
τίγκα [‘tiŋga]
τίγκα [‘tiŋga] επίρρ.: για κτ. που είναι εντελώς γεμάτο: ‘Tο βαρέλι είναι τίγκα’. [ιταλ. (νότ. διάλ.) tinga]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τερλεκάτσι [terle’katsi]
τερλεκάτσι [terle’katsi]: (επιρρ.) ο ολόγυμνος. Βλ. επίσης: http://www.antroni.gr/cms/paradosi/glossari/850-ksexasmenes-lekseis-ligo-prin-xathoyn
-
ταρκάσι [ta’rkasi]
ταρκάσι [ta’rkasi]: (επιρρ.) ο ολόγυμνος: ‘Ήταν ταρκάσι στην παραλία’.
-
σάμπως [‘sabos]
σάμπως [‘sabos]: σαν. [σαν + πως]. Και: https://ilialang.gr/σάματι-samati/
-
σάματις [‘samatis]
σάματις [‘samatis]: (επιρρ.) μήπως. [μσν. *ως + άματι (< φρ. άμα ότι ‘αμέσως όταν΄ με αποφυγή της χασμ.) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· προσθήκη του -ς αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: χτες, τότες, ίσως]. Και: https://ilialang.gr/σάματι-samati/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πρου [‘pru]
πρου [‘pru]: προτού, πριν. [πρ(οτ)ού].