Ετικέτα: ΕΠΙΡΡΗΜΑ

  • ντιπ [‘dip]

    ντιπ [‘dip]: (επίρρ. τροπ.) τελείως, ολότελα: ‘Είναι ντιπ για ντιπ χαζός’. [τουρκ. dip ‘πάτος, κατώτατο σημείο΄].  

  • μπουχλάμι [bu’xlami]

    μπουχλάμι [bu’xlami]: (επιρρ. τροπικό) φτάνει πια: ‘Μπουχλάμι σ’έχω’ (μου κάθεσαι στο στομάχι).

  • μπονόρα [bo’nora]

    μπονόρα [bo’nora]: (επιρρ.) πολύ πρωί, το ξημέρωμα: ‘Ήρθε από μπονόρα για τις ελιές’. [ιταλ. φρ. a buonora ‘πρωί πρωί’].

  • μάνι μάνι [‘mani ‘mani]

    μάνι μάνι [‘mani ‘mani]: (επίρρ.) πολύ γρήγορα, πολύ βιαστικά: ‘Τα πήρε μάνι μάνι κι έφυγε;. [ιταλ. φρ. mena le mani ‘κούνα τα χέρια, γρήγορα΄ με παράλειψη της ενδιάμεσης συλλαβής [le] και πλήρη εξομοίωση της πρώτης λ. προς τη δεύτερη].

  • λόγυρα [‘loγira]

    λόγυρα [‘loγira]: (επιρρ.) ολόγυρα.

  • λάου λάου [‘lau ‘lau]

    λάου λάου [‘lau ‘lau]: (επίρρ.) α. σιγά σιγά, χωρίς βιασύνη: ‘Δε βιάζεται να τελειώσει, το πάει λάου λάου’. β. με επιτήδειο, κατάλληλο τρόπο, με το μαλακό. [λάγου λάγου, γεν. της λ. λαγός υποχωρ. (σύγκρ. κάκου) και με αποβ. του μεσοφ. [γ] ].

  • κουρδουκέφαλα [kurðu’kefala]

    κουρδουκέφαλα [kurðu’kefala]: (επιρρ.) ανάποδα.

  • κατάσαρκα [ka’tasarka]

    κατάσαρκα [ka’tasarka]: (επίρρ. τοπ.) για κτ. που φοριέται ή που ακουμπά απευθείας επάνω στο σώμα. [μσν. κατάσαρκα < φρ. κατά σάρκα (πρβ. μσν. το κατασάρκα ‘κατασάρκιον΄)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κατάχαμα [ka’taxama]

    κατάχαμα [ka’taxama]: (επίρρ. τοπ.) κάτω, στο έδαφος ή στο δάπεδο· χάμω, καταγής: ‘Kάθισε κατάχαμα’. [μσν. κατάχαμα < κατα- αρχ. χαμ(αί) ‘χάμω΄ επίρρ. -α κατά τα άλλα επιρρ.].

  • καταής [kata’is]

    καταής [kata’is]: (επιρρ) κατά γης. [κατα- (γ)ης]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κατακαπινού [katakapi’nu]

    κατακαπινού [katakapi’nu]: (επιρρ.) έντονα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κατάλακα [ka’talaka]

    κατάλακα [ka’talaka]: (επιρρ.) φανερά. [αρχ. κατα- < πρόθ. κατά ως α’ συνθ., παραγωγικό ρημάτων και ονομάτων + ιταλ. lacca < αραβ. lākh (από τα σανσκρ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosiσυ/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • καταλιακού [kataʎa’ku]

    καταλιακού [kataʎa’ku]: (επιρρ.) α. κάθομαι στον ήλιο ακάλυπτος. β. καταμεσήμερο. [κατά + (ή)λ(ιος) -ιακού].

  • κατάραχα [ka’taraxa]

    κατάραχα [ka’taraxa]: (επίρρ. τοπ.) ακριβώς επάνω στην κορυφή του βουνού. [μσν. κατάραχα < κατα- ράχ(η) επίρρ. -α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • καρσί [ka’rsi]

    καρσί [ka’rsi]: (επίρρ. τοπ.) απέναντι: ‘Nα τον έχω καρσί να του δείξω εγώ’. [τουρκ. karşι].

  • καλιά [ka’ʎa]

    καλιά [ka’ʎa]: (επίρρ.) στην Φράση ‘Πάει καλιά του’ (για κπ που πεθαίνει ή καταστρέφεται). [ίσως σύντμ. της φρ. κά(με δου)λειά σου (ορθογρ. απλοπ.)].

  • καθού [ka’θu]

    καθού [ka’θu]: (επιρρ.) καθιστά. [καθ(ιστά) -ου]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κα [ka]

    κα [ka]: κάτω.

  • ζαγά [za’γa]

    ζαγά [za’γa]: (επιρρ.) κρυφά, στα μουλωχτά. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • εφτού [e’ftu]

    εφτού [e’ftu]: σε αυτό το μέρος. Και: https://ilialang.gr/εδεφτούλια-επιρ-το-ίδιο-με-το-εδευτού/ Και: https://ilialang.gr/εδεφτού/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i