Ετικέτα: ΕΠΙΘΕΤΟ
-
όψιμος [‘opsimos]
όψιμος, -η, -ο [‘opsimos]: αυτός που αργεί να γίνει. [αρχ. ὄψιμος].
-
ούρτος [‘urtos]
ούρτος [‘urtos]: άξεστος, απολίτιστος.
-
ξεΐγκλωτος [kse’iŋglotos]
ξεΐγκλωτος, -η, -ο [kse’iŋglotos]: α. αυτός που δεν έχει ζωστήρα (ίγκλα). β. (μτφ.) ασουλούπωτος [ξε- + μσν. ίγκλ(α) -ωτός < γίγκλα (αποβ. του αρχικού [j] ανάμεσα σε δύο φων. κατά τη συμπροφ. με το άρθρο: τη γίγκλα, μία γίγκλα) < κίγκλα (αφομ. ηχηρ. προς το ακόλουθο [ŋg] ) < λατ. *cingla (< cingula)· μσν. *ίγλα < ίγκλα με τροπή [g > γ] μετά την αποβ. του ριν. […]
-
ντόπρος [‘dopros]
ντόπρος, -α, -ο [‘dopros]: ο ίσιος, ο απονήρευτος. [σλαβ. dobăr, dobro -ς]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
νεραϊδοπαρμένος [neraiðopa’rmenos]
νεραϊδοπαρμένος, -η, -ο [neraiðopa’rmenos]: εκείνος όπου του πήραν τον νου οι νεράιδες, τρελός. [νεράιδ(α) -ο- + παρμένος μππ. του παίρνω].
-
μπιρισμένος [mbiri’zmenos]
μπιρισμένος, -η, -ο [mbiri’zmenos]: ο δυστυχισμένος, ο άτυχος: ‘Είναι μπιρισμένη η καψερή’. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
μπέσικος [‘mbesikos]
μπέσικος, -η, -ο [‘mbesikos]: α. ελεύθερος. β. τεμπέλης, ρέμπελος. [αλβ. bes(a) -ικος ‘η μπέσα’]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπέσκος-mbeskos/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπανταβός [banda’vos]
μπανταβός, η, ο [banda’vos]: ο βλάκας, ο χαζός: ‘Μα είσαι τελείως μπανταβή;’
-
μουνουχισμένος [munuxi’smenos]
μουνουχισμένος, -η, -ο [munuxi’smenos]: α. ο ευνουχισμένος. β. ο άπραγος, ο απερίσκεπτος, όποιος δεν έχει κότσια.
-
μουγγός [mu’ŋgos]
μουγγός, -ή, -ό [mu’ŋgos]: που δεν μπορεί να μιλήσει. [ελνστ. μογγός ‘βραχνός, με δυσκολία στην ομιλία΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )].
-
μονάντερος [mo’nanderos]
μονάντερος, -η, -ο [mo’nanderos]: (μτφ.) ο αχόρταγος. [μόν(ος) άντερ(ο) -ος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λιανός [ʎa’nοs]
λιανός, -ή, -ό [ʎa’nοs]: λεπτός, ισχνός: ‘Ήταν ένα παιδάκι τόσο δα λιανό’. [μσν. λιανός < λεί(ος) -ανός (ορθογρ. απλοπ.)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λαλημένος [lali’menos]
λαλημένος, -η, -ο [lali’menos]: ο τρελαμένος. [λαλ(άω) -ημένος].
-
λαθουρός [laθu’ros]
λαθουρός, ή, ό [laθu’ros]: πολύχρωμος. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λάγιος, ο [‘lajos]
λάγιος, -α, -ο [‘lajos]: γκρίζος, με μαύρο τρίχωμα, κυρίως για πρόβατα: ‘Λάγιο αρνί’. [βλάχ. lai(ŭ) ‘μαύρος’ -ος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κωλοπετσωμένος [kolopetso’menos]
κωλοπετσωμένος, -η, -ο [kolopetso’menos]: ο ικανός, ο πονηρός, ο δυναμικός. [κώλ(ος) -ο- + πέτσ(α) -ωμένος].
-
κοτσιλισμένος [kotsili’zmenos]
κοτσιλισμένος, -η, -ο [kotsili’zmenos]: (μτφ.) ο σημαδεμένος, αυτός που έχει βεβαρυμένο ποινικό μητρώο. [< κουτσιλιά με προχωρ. αφομ. [u-i > u-u] < κότ(α) -ο- + τσιλιά < τσιλ(ώ) -ισμένος με απλολ. [totsi > tsi] ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) ή < κουτσο-+ τσιλιά με απλολ. [tsotsi > tsi] )].
-
κόρμπος [‘korbos]
κόρμπος, -α, -ο [‘korbos]: ο κατάμαυρος: ‘Μια κόρμπα γίδα’.
-
κορδωτός [korðo’tos]
κορδωτός, -ή, -ό [korðo’tos]: καμαρωτός: ‘Περπατούσε κορδωτή καθώς κατέβαινε’. [κορδώ(νω) -τός].
-
καψερός [kapse’ros]
καψερός, -ή, -ό [kapse’ros]: ο δυστυχισμένος, ο ανήμπορος: ‘Αχ τον καψερό!’. [κάψ(α) -ερός]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf