Ετικέτα: ΕΠΙΘΕΤΟ
-
βασταμένος [vasta’menos]
βασταμένος, -η, -ο [vasta’menos]: (μτφ.) αυτός που κρατιέται καλά οικονομικά. [βαστά(γω) -μένος].
-
βατοκρυμμένος [vatokri’menos]
βατοκρυμμένος, -η, -ο [vatokri’menos]: α. ο κρυμμένος στα βάτα. β. (μτφ.) ο ακοινώνητος. [βάτ(ος) -ο- + κρυμμένος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βαρεμένος [vare’menos]
βαρεμένος, -η, -ο [vare’menos]: α. χτυπημένος από τα ξωτικά. β. ο βλάκας. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βαριοΐσκιωτος [varʝo’iscotos]
βαριοΐσκιωτος, -η, -ο [varʝo’iscotos]: α. αυτός που δεν βλέπει τα κακά πνεύματα. β. χαρακτηρισμός για άνθρωπο βαρύ. [βαρ(ύς) -ιό- ίσκ(ιος) -ιωτος]. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
άφτουρος [‘afturos]
άφτουρος, -η, -ο [‘afturos]: δεν επαρκεί, δεν φτάνει κτ. [α + φτουρ(άω) -ος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ατσάκιγος [a’tsakiγos]
ατσάκιγος, -η, -ο [a’tsakiγos]: ατσαλάκωτος: ‘Ήταν ατσάκιγο το κουστούμι του’. [α + τσακ(ίζω) -ιγος].
-
ασαλάχητος [asa’laçitos]
ασαλάχητος, -η, -ο [asa’laçitos]: αυτός που δεν παίρνει από λόγια. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
άρεντος [‘arendos]
άρεντος, η, ο [‘arendos]: αράντιστος: ‘Τα έχω αφήκει άρεντα’. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
άρατος [‘aratos]
άρατος, -η, -ο [‘aratos]: άφαντος [< προστ. αορ. του αίρω στην εκκλ. έκφρ. “άρατε πύλας”. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απέρναγος [a’pernaγos]
απέρναγος, -η, -ο [a’pernaγos]: απέραστος. [α- + περν(άω) -αγος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αξάγκλυγος [a’ksaŋgliγos]
αξάγκλυγος, -η, -ο [a’ksaŋgliγos]: αχτένιστος, απεριποίητος: ‘Είναι μια αξάγκλυγη γυναίκα’ [ίσως, ξαγκλύζω & ξεγκλύζω ← α-*εξεγκλύζω < εγκλύζω].
-
απάγκιος [a’panɟos]
απάγκιος, -α, -ο [a’panɟos]: αυτός που προστατεύεται από τον άνεμο και γενικά την κακοκαιρία· απάνεμος. [απ(ο)- αρχ. ἄγκ(ος) ‘χαράδρα΄ -ιος]. Και: https://ilialang.gr/απάγκιο-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ανάλλαγος [a’nalaγos]
ανάλλαγος, -η, -ο [a’nalaγos]: ο βρώμικος. [ανα + αλλαγ(ή) –ος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αλλούκουτος [a’lukutos]
αλλούκουτος, -η, -ο [a’lukutos]: για κπ. ή για κτ. που παρεκκλίνει από ό,τι είναι συνηθισμένο ή από ό,τι είναι σωστό ή λογικό· παράξενος, απροσάρμοστος. [αρχ. ἀλλόκοτος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αλλουνού [alu’nu]
αλλουνού [alu’nu], αλληνής [ali’nis]: άλλου. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αλλουτελευταίος [alutele’fteos]
αλλουτελευταίος, -α, -ο [alutele’fteos]: (ειρωνικά) ο τελευταίος από τους τελευταίους. [αλλού + τελευταίος]. (Κανελλακόπουλος).
-
αλειτούργητος [ali’turγitos]
αλειτούργητος, -η, -ο [ali’turγitos]: α. για κπ. που δεν πηγαίνει ή που δεν πήγε στην εκκλησία για να λειτουργηθεί, για να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία. β. για κπ. που δεν μπορούμε να εντοπίσουμε εύκολα [μσν. αλειτούργητος < α- λειτουργη- (λειτουργώ) -τος (διαφ. το αρχ. ἀλειτούργητος ‘ελεύθερος από την υποχρέωση λειτουργίας’)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αζάπικος [a’zapikos]
αζάπικος, -η, -ο [a’zapikos]: απείθαρχος, ανυπότακτος: ‘Είναι αζάπικο παιδί’ [αραβ. ’azab’ ‘γενίτσαρος’ + -ικος. H λ. στο Meursius]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αβέρτικος [a’vertikos]
αβέρτικος, -ια, -ο [a’vertikos]: απλόχερος. [αβερτ(οσύνη) ‘απλοχεριά’ -ικος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ανέγγιαγος [a’neɟaγos]
ανέγγιαγος, -η, -ο [a’neɟaγos]: αυτός που δεν ανέχεται άγγιγμα. [άγγιαχτος, επίθ.· ανέγγιαχτος].