Ετικέτα: ΕΠΙΘΕΤΟ
-
ξανάρτυγος [ksa’nartiγos]
ξανάρτυγος, -η, -ο [ksa’nartiγos]: α. φαγητό νηστίσιμο χωρίς λάδι. β. (μτφ.) ο άσημος, αδιάφορος. [ξ(ε)- αν(α)- άρτ(ος) -ηγος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπουμπουνοκέφαλος [bubuno’kefalos]
μπουμπουνοκέλαφος [bubuno’kefalos]: βλάκας, ανόητος. [ίσως ηχομιμ. πιθ. συνδ. με μπουμπουν(ίζω) -ας (αναδρ. σχημ.) κεφάλ(ι) -ος].
-
μπολιάρης [bo’ʎaris]
μπολιάρης, -α, -ικο [bo’ʎaris]: αυτός που γυρίζει από δω κι από κει: ‘Γυρίζει σα μπολιάρης!’.
-
μπιστός [bi’stos]
μπιστός, -ή, -ό [bi’stos]: ο έμπιστος. [(έ)μπιστος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπιρμπιλός [birbi’los]
μπιρμπιλός, -ή, -ό [birbi’los]: πολύχρωμος. [μπιρμπίλ(α) -ό]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπάλιος [‘baʎos]
μπάλιος, -ια, -ιο [‘baʎos]: άλογο που έχει άσπρο κούτελο. [αρομ. bal’iŭ ή αρχ. επίθ. βαλιός. Η λ. συν. στον τ. ιους σήμ. ιδιωμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαμπάτσικος [ba’batsikos]
μπαμπάτσικος, -η, -ο [ba’batsikos]: καλοθρεμμένος: ‘Είναι μπαμπάτσικο παιδί’. [τουρκ. babas ‘ο πιο μεγαλόσωμος και ηλικιωμένος κόκορας του κορετσιού’ -ικος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπακανιάρης [baka’ɲaris]
μπακανιάρης, -α, -ικο [baka’ɲaris]: α. αυτός που τρώει πολύ: ‘Είναι μπακανιάρης ο άτιμος!’. β. άρρωστο παιδί. [αλβ. baka ‘η κοιλιά΄ -νιάρης]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
μουρόχαβλος [mu’roxavlos]
μουρόχαβλος, -η, -ο [mu’roxavlos]: χαρακτηρισμός ιδιαίτερα νωθρού ή αποβλακωμένου ανθρώπου. [ίσως < αρχ. μωρ(ός) ‘κουτός΄ -ο- + χαῦνος ‘ελαφρόμυαλος΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] και εναλλ. ριν. [n] – υγρού [l] από επίδρ. του υγρού [r] ) (ορθογρ. απλοπ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μισακός [misa’kos]
μισακός, -ιά, -ό [misa’kos]: κάτι που ανήκει σε δύο ή περισσότερους: ‘Αυτό είναι μισακό και να δούμε πως θα το χωρίσουμε’. [επίθ. μισ(ός) + – ακός]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μαυροτσούκαλος [mavro’tsukalos]
μαυροτσούκαλος, -η, -ο [mavro’tsukalos]: για άνθρωπο που είναι μαύρος σαν το τσουκάλι. [μαυρ(ος) -ο- τσουκάλ(ι) -ο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μαριόλικος [ma’rjolikos]
μαριόλικος, -η, -ο [ma’rjolikos]: ναζιάρικος. [μαριόλ(ης) -ικος].
-
μαλαματένιος [malama’teɲos]
μαλαματένιος, -α, -ο [malama’teɲos]: κατασκευασμένος από χρυσό: ‘Mαλαματένια πράματα’ (χρυσά κοσμήματα). [μσν. μαλαματένιος < μαλαγματένιος με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < μαλαγματ- (μάλαγμα δες στο μάλαμα) -ένιος].
-
μαγαρισμένος [maγari’zmenos]
μαγαρισμένος, -η, -ο [maγari’zmenos]: α. ο ανήθικος. β. ο άπιστος, άθεος. [μαγαρ(ίζω) -ισμένος].
-
λωβός [lo’vos]
λωβός, -ή, -ό [lo’vos]: επικίνδυνος άνθρωπος, κακός: ‘Είναι λωβός αυτός, να τον φοβάσαι’. [λωβός, επίθ. ‘λεπρός’ < αρχ. ουσ. λώβη + κατάλ. ός. Η λ. τον 8. αι. και σήμ. ιδιωμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λοβός [lo’vos]
λοβός, -ή, -ό [lo’vos]: α. (μτφ.) κακός άξεστος άνθρωπος. β. καχεκτικός. [λόγ. < αρχ. λοβός]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λισβός [li’zvos]
λισβός, -ή, -ό [li’zvos]: ο ισχνός, ο αδύνατος.
-
λιάρος [‘ʎaros]
λιάρος, -α, -ο [‘ʎaros]: παρδαλός, ασπρόμαυρος. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λερός [le’ros]
λερός, -ή, -ό [le’ros]: βρόμικος, βρομερός: ‘Λεροί τοίχοι’. [αρχ. ὀλερός ‘θολός, λασπωμένος΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λεγάμενος [le’γamenos]
λεγάμενος, -η, -ο [le’γamenos]: ο εραστής: ‘Kι έρχεται η λεγάμενη και μας το παίζει μούρη’. [λέγ(ω) -άμενος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o