Ετικέτα: ΕΠΙΘΕΤΟ

  • κατσομαλλιασμένος [katsomaʎa’zmenos]

    κατσομαλλιασμένος, -η, -ο [katsomaʎa’zmenos]: α. (μτφ.) αυτός που κρυώνει και του έχει σηκωθεί η τρίχα. β. αυτός που έχει κοντά κατσαρά μαλλιά. [κατσ(ί) -ό- μαλλι- ασμένος].

  • κάτσαινος [‘katsenos]

    κάτσαινος, -α, -ο [‘katsenos]: α. ο κοκκινοπρόσωπος, ο κοκκινομάλλης. β. το κόκκινο κριάρι.

  • καμίνια, η [ka’miɲa]

    καμίνια, η [ka’miɲa]: καμιά, καμία.

  • θράσιος [‘θrascos]

    θράσιος, -α, -ο [‘θrascos]: ο αδικοχαμένος: ‘Πήγε θράσιος αυτός’ (άδικα πέθανε). Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ζουρλός [zu’rlos]

    ζουρλός, -ή, -ό [zu’rlos]: α. ο τρελός. β. που η συμπεριφορά του δείχνει έλλειψη πνευματικής ισορροπίας, ωριμότητας. γ. ως ειρωνικός και χλευαστικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει συμπεριφορά ιδιόρρυθμη, εκκεντρική. [μσν. ζουρλός < βεν. zurlo, zurlo(n) -ς ‘άστατος, ελαφρόμυαλος΄, ρ. zurlar ‘παραληρώ, κάνω παλαβωμάρες΄ (προφ. [tsurlón] και πιο λαϊκή [zurlón] )]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ζερβός [ze’rvos]

    ζερβός, -ή, -ό [ze’rvos]: ο αριστερόχειρας. [μσν. ζερβός < *ζαρβός (τροπή [a > e] ίσως από επίδρ. του [r] ) < *ζαβρός (μετάθ. του [r] ) <ζαβός (προσθήκη του [r] ίσως με επίδρ. του αριστερός)].

  • ερμαδιακός [ermaðʝa’kos]

    ερμαδιακός, -ιά, -ό [ermaðʝa’kos]: ο μοναχός. [μσν. ερημάδι(ον δες ρημάδι) -ακός και συγκ. του άτ. [i] κατά το έρμος].

  • γούρμος [‘γurmos]

    γούρμος, -α, -ο [‘γurmos]: ο γινωμένος, ο ώριμος.

  • γκαβός [ga’vos]

    γκαβός, -ή, -ό [ga’vos]: ο αλλήθωρος. [βλάχ. gav(ŭ) ( [gá-] ) ‘τυφλός΄ -ος, μετακ. τόνου κατά τα στραβός, τυφλός].

  • γαϊδουρομούτσουνος [γaiðuro’mutsunos]

    γαϊδουρομούτσουνος, -η, -ο [γaiðuro’mutsunos]: ο χοντροκέφαλος. [γαϊδούρ(ι) -ο- μουτσούν(α) -ος].

  • βαρβάτος [va’rvatos]

    βαρβάτος, -η, -ο [va’rvatos]:  ο μη ευνουχισμένος. [λατ. barbatus ‘που έχει γένια (barba)΄ (δηλ. όχι ευνούχος) -ος].