Ετικέτα: ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
-
ταράκουλο, το [ta’rakulo]
ταράκουλο, το [ta’rakulo]: (χωρίς πληθ.) ταραχή, κλονισμός. [ίσως ταρακουν(ώ) -ο (αναδρ. σχημ.) με τροπή [n > l] (;)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ποστάκος, ο [po’stakos]
ποστάκος [po’stakos]: ο καταφερτζής. [ιταλ. post(o) ‘ελέγχω τα επίκαιρα σημεία’ -άκος].
-
παρμάρα, η [pa’rmara]
παρμάρα, η [pa’rmara]: αρρώστια γιδοπροβάτων. [παρμ- (παρμός) -άρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παρίπι, το [pa’ripi]
παρίπι, το [pa’ripi]: δύστροπο ζώο.
-
ξεσβολιάστηκε [ksesvo’ʎastike]
ξεσβολιάστηκε [ksesvo’ʎastike]: (3 εν. πρόσωπο) ξεκληρίστηκε. [ίσως, ξε- σβόλ(ος) -ιάστηκε]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπάστακας, ο [‘bastakas]
μπάστακας, ο [‘bastakas]: (χωρίς γεν. πληθ.) α. ο ορθοστάτης που κρεμάμε τα παλτά στην είσοδο. β. (μτφ.) για κπ. που στέκεται όρθιος και ακίνητος με αποτέλεσμα να γίνεται ενοχλητικός: Tι στέκεσαι μπάστακας;’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπίρι μπίρι, το [‘biri ‘biri]
μπίρι μπίρι [‘biri ‘biri]: η λογοδιάρροια, μουρμούρα: ‘Μας έπιασε το μπίρι μπίρι και στασό δεν είχαμε’ (μας έπιασε την λογοδιάρροια και δεν καθόμασταν κιόλας).
-
λιοκρίζει [ʎo’krizi]
λιοκρίζει [ʎo’krizi]: έχει πανσέληνο, γεμάτο φεγγάρι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κλαπάτσα, η [kla’patsa]
κλαπάτσα, η [kla’patsa]: αρρώστια ζώων. [βλάχ. gălbĕatsă με μετάθ. του υγρού [l] και αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.· τροπή [k > x] (;)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o