Ετικέτα: ΕΝΔΥΣΗ
-
μαντηλαριά, η [mandila’rʝa]
μαντηλαριά, η [mandila’rʝa]: η μπόλια, το μαντήλι μαλλιών. [μαντήλ(ι) -αριά]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σουρουκλεμές, ο [surukle’mes]
σουρουκλεμές, ο [surukle’mes]: α. διασυρμένη και ξεφτιλισμένη γυναίκα. β. το στενό παντελόνι. [τουρκ. sürükle(n)me(k) ‘σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσχημη ζωή΄ -ς].
-
πλουμί, το [plu’mi]
πλουμί, το [plu’mi]: το στολίδι, κεντητό ή ζωγραφισμένο. [μσν. πλουμί < πλουμίον υποκορ. του ελνστ. πλοῦμ(ον) -ίον < λατ. pluma ‘ελαφρύ φτερό, πούπουλο΄ θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πέπελο, το [‘pepelo]
πέπελο, το [‘pepelo]: α. ευτελές ρούχο. β. κάτι το πολύ ελαφρύ. [< πούπουλο [ίσως ιταλ. (διαλεκτ.) puppolo ‘μπούφος΄ εξαιτίας των μαλακών φτερών του πουλιού ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] )].
-
πατατούκα, η [pata’tuka]
πατατούκα, η [pata’tuka]: είδος χοντρού και κοντού αντρικού παλτού: ‘Έβαλε μια πατατούκα και ήρθε’. [βεν. patatuc(o) -α κατά τη λ. κάπα (αρχικά για ναυτικούς)].
-
μετζελούτα, η [medze’luta]
μετζελούτα, η [medze’luta]: τη στιγμή που κάποιος που πενθεί αρχίζει να ξανοίγει τα μαύρα.
-
καπότα, η [ka’pota]
καπότα, η [ka’pota]: μάλλινο χοντρό πανωφόρι, κάπα: ‘Έβαλε ο βοσκός την καπότα του’. [ιταλ. cappott(o) -α ‘παλτουδάκι ή καπελάκι γυναικείο΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
γιούρντα, η [‘ʝurda]
γιούρντα, η [‘ʝurda]: γυναικείο πανωφόρι: ‘Φόρεσε τη γιούρντα της και έφυγε’. Και: https://ilialang.gr/γιούρτα-η/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γιούρτα, η [‘ʝurta]
γιούρτα, η [‘ʝurta]: γυναικείο πανωφόρι. ‘Φόρεσε τη γιούρτα της κι έφυγε’. Και: https://ilialang.gr/γιούρντα-γυναικείο-πανοφόρι/ Βλ. επίσης: https://ilialang.gr/wp-admin/post.php?post=8104&action=edit
-
βρακοζώνα, η [vrako’zona]
βρακοζώνα, η [vrako’zona]: ζώνη που συγκρατούσε το βρακί γύρω από τη μέση [βρακοζών(ι) μεγεθ. -α· μσν. βρακοζώνι < βρακ(ί) -ο- + ζών(η) υποκορ. -ι(ον)]. Όπως και: https://ilialang.gr/βρακοζώνι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βάρδουλο, το [‘varðulo]
βάρδουλο, το [‘varðulo]: δερμάτινη λουρίδα γύρω από το πέλμα του υποδήματος, πάνω στην οποία προσαρμόζεται (με ράψιμο ή με κάρφωμα) η σόλα. [βεν. *vardolo (σύγκρ. ιταλ. guardolo) με τροπή [o > u] από επίδρ. του [l]]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μπελερίνα, η [bele’rina]
μπελερίνα, η [bele’rina]: διπλή κοντή μάλλινη εσάρπα. [γαλλ. pèlerin(e) -α].
-
μισοφόρι, το [miso’fori]
μισοφόρι, το [miso’fori]: γυναικείο ρούχο, συνήθ. όμοιο με φούστα, που το φορούν κάτω από το φόρεμα ή τη φούστα: ‘Είναι κολλημένος στο μισοφόρι της κυράς του’. [μισο- + φορ(ώ) -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βρακοζώνι, το [vrako’zoni]
βρακοζώνι, το [vrako’zoni]: ζωνάρι που κρατούσε το εσώρουχο. [βρακ(ί) -ο- ζών(η) -ι]. Όπως και: https://ilialang.gr/βρακοζώνα-η-vrakozona/
-
βελέσι, το [ve’lesi]
βελέσι, το [ve’lesi]: ένδυμα από γυναικείο μεσοφόρι. [βεν. valessio].