Ετικέτα: ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΗ

  • λίγδα, η [‘liγða]

    λίγδα, η [‘liγða]: το λίπος γουρουνιού [ελνστ. λίγδα ‘στάχτη, αλισίβα΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λακάω [la’kao]

    λακάω [la’kao]: φεύγω τρέχοντας. [λακώ: ελνστ. λακῶ ‘σκάω΄ ή μέσω του μσν. γλακώ ‘τρέχω΄ < ελνστ. *ἐκλακῶ < ἐκ- λακῶ·λακίζω: λακ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. λακησ-]. Και: https://ilialang.gr/λακώ-lako-άου/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf, 

  • θρεφτάρι, το [θre’ftari]

    θρεφτάρι, το [θre’ftari]: α. το καλοταϊσμένο ζώο το οποίο προορίζεται για σφάξιμο. β. (μτφ.) πολύ χοντρός άνθρωπος: ‘Αμ ετούτος είναι θρεφτάρι!’. [ελνστ. θρεπτάριον με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ].

  • δίνομαι [‘ðinome]

    δίνομαι [‘ðinome]: μπορώ, τα καταφέρνω. [ελνστ. δίδω (εξομάλ. του αρχ. δίδωμι) μεταπλ. -νω με βάση το συνοπτ. θ. δωσ- κατά το σχ.: φθασ- (έφθασα) – φθάνω].

  • βατεύω [va’tevo]

    βατεύω [va’tevo]: ζευγαρώνω ζώα. [ελνστ. βατεύω].