Ετικέτα: ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΗ

  • λακώ [la’ko]

    λακώ [la’ko]: φεύγω, απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια κυρίως μπροστά σε εχθρό, αντίπαλο ή κίνδυνο· το σκάω: ‘Λακίσανε οι λύκοι σα με είδανε’. [λακώ: ελνστ. λακῶ ‘σκάω΄ ή μέσω του μσν. γλακώ ‘τρέχω΄ < ελνστ. *ἐκλακῶ < ἐκ- λακῶ· λακίζω: λακ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. λακησ-]. Και: https://ilialang.gr/λακάω/

  • ποτίστρα, η [po’tistra]

    ποτίστρα, η [po’tistra]: δοχείο από όπου πίνουν νερό τα ζώα. [ελνστ. ποτίστρα].

  • κοπανιχιά, η [kopani’ça]

    κοπανιχιά, η [kopani’ça]: χτύπημα. [ελνστ. κοπανίζω, κοπαν(ίζω) –ιχιά].

  • καταλαλιά, η [katala’ʎa]

    καταλαλιά, η [katala’ʎa]: κακολογία, κακόπιστη συνήθ. κριτική: ‘Δεν μπόρεσε ν΄αντέξει την καταλαλιά του κόσμου’. [ελνστ. καταλαλιά]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • καταρράκτης, ο [kata’raxtis]

    καταρράκτης, ο [kata’raxtis]: καταπακτή. [λόγ. < ελνστ. καταρράκτης, αρχ. σημ.: ‘απόκρημνος΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • καταβολάδα, η [katavo’laða]

    καταβολάδα, η [katavo’laða]: βέργα κλήματος: ‘Έφτιαξα το κλήμα μου με καταβολάδες’. [ελνστ. καταβολάς, αιτ. -άδα ‘κλαδί΄ ή κατα- αρχ. *βολάς, αιτ. -άδα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • καλαμιά, η [kala’mɲa]

    καλαμιά, η [kala’mɲa]: τα απομεινάρια από θερισμένο χωράφι. [ελνστ. καλαμεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • δόκανο, το [‘ðokano]

    δόκανο, το [‘ðokano]: είδος παγίδας για τη σύλληψη ζώων, που αποτελείται από δύο μεταλλικά οδοντωτά σκέλη (σιαγόνες), που κλείνουν με ελατήριο και πιάνουν το ζώο συνήθ. από το πόδι: ‘Πιάστηκε στο δόκανο’. [ελνστ. *δόκανον (πρβ. ελνστ. δοκάνη ‘διχαλωτός πάσσαλος για στήσιμο διχτυών΄, δόκανα τα ‘όρθιες παράλληλες μπάρες ενωμένες στις άκρες΄)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δαγκάνω [ða’ŋgano]

    δαγκάνω [ða’ŋgano]: δαγκώνω. [ελνστ. δαγκάνω < αρχ. δάκνω, με βάση τον αόρ. ἔδακον και ηχηροπ. του μεσοφ. [k])].

  • γύρος, ο [‘ʝiros]

    γύρος, ο [‘ʝiros]: (μτφ.) πλέγμα από λεπτό νήμα σε σχήμα ταινίας, που το χρησιμοποιούν για να διακοσμήσουν ρούχα, κεντήματα κτλ. [ελνστ. γῦρος ‘κύκλος΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γογγύζω [γo’ngizo]

    γογγύζω [γo’ngizo]: εκφράζω δυσφορία ή αγανάκτηση για κτ., δυσανασχετώ: ‘Ο βοσκός γογγύζει από την κούραση’. [ελνστ. γογγύζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γλίνα, η [‘γlina]

    γλίνα, η [‘γlina]: α. λιπαρή ουσία που παράγεται από ζωικά λίπη μετά το βράσιμο του κρέατος, συνήθ. του χοιρινού. β. εξάρτημα από το ζεμπερέκι μιας πόρτας, συνήθως μεταλλικό. γ. αργυλώδες έδαφος [μσν. ή ελνστ. γλίνα < ελνστ. γλίν(η) μεταπλ. -α]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκαρδιακός [garðʝa’kos]

    γκαρδιακός, -ιά, -ό [garðʝa’kos]: α. ο έμπιστος φίλος. β. αυτός που έχει αδύναμη καρδιά. [ελνστ. καρδιακός]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γαβάθα, η [γa’vaθa]

    γαβάθα, η [γa’vaθa]: μεγάλο και βαθύ σκεύος που το χρησιμοποιούν στο σερβίρισμα: ‘Πήρε μια γαβάθα και την γέμισε ως απάνω’ [ελνστ. *γαβάθα (πρβ. ελνστ. γάβαθον, καβάθα, καβάθη), ανατολ. (ίσως σημιτ.) προέλ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βοτανίζω [vota’nizo]

    βοτανίζω [vota’nizo]: καθαρίζω από τα ζιζάνια την καλλιεργημένη γη, ξεχορταριάζω. [ελνστ. βοτανίζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βάγια, η [‘vaʝa]

    βάγια, η [‘vaʝa]: δάφνη. [ελνστ. βάϊον, υποκορ. της λ. βάϊς ‘φύλλο φοινικιάς΄ (κοπτικής προέλ.) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.].

  • ασφάκα, η [a’sfaka]

    ασφάκα, η [a’sfaka]: πολυετής θάμνος. [ελνστ. ὁ σφάκ(ος) μεταπλ. σε θηλ. -α και ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-sf > miasf > mi-asf] ]. (Κανελλακόπουλος).

  • αναδεύου [ana’ðevu]

    αναδεύου [ana’ðevu]: ανακατώνω κάτι. [ελνστ. ἀναδεύω].

  • αδιάβροχο, το [a’ðʝavroxo]

    αδιάβροχο, το [a’ðʝavroxo]: (μτφ.) κατεργασμένο δέρμα από πρόβατο που προορίζεται για το επάνω δέρμα υποδημάτων. [λόγ.: 1: ελνστ. ἀδιάβροχος· 2: σημδ. γαλλ. imperméable]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αρίδι, το [a’riði]

    αρίδι, το [a’riði]: χειροκίνητο τρυπάνι: ‘(μτφ.) Η ζήλεια τον τρώει σαν αρίδι’. [ελνστ. ἀρίδιον υποκορ. του αρχ. ἀρίς]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i