Ετικέτα: ΕΚΦΡΑΣΗ
-
πού’σ’ αντράκο μου! [‘pus a’drako mu]
πού’σ’ αντράκο μου! [‘pus a’drako mu]: έκφραση που διατυπώνεται από άντρα σε άντρα, ανεξάρτητα από την ηλικία του εκάστοτε ομιλητή και υποδεικνύει εγγύτητα και φιλική διάθεση. [έκφραση]
-
αμέτε [aꞋmete]
αμέτε [aꞋmete]: πήγαινε, πηγαίνετε. [άμε: μσν. άμε (προστ. του πηγαίνω) < άγωμε με αποβ. του μεσοφ. [γ] και αποφυγή της χασμ. < αρχ. ἄγωμεν ‘πάμε’ (υποτ. του ἄγω) (σύγκρ. πηγαίνω, πάω)· άμετε: αναλ. προς το λέγετε· αμέτε: αναλ. προς προστ. με τόνο στην παραλ.: ελάτε]. Και: https://ilialang.gr/άμε-αμέτε/
-
ογράτησα [o’γratisa]
ογράτησα [o’γratisa]: κουράστηκα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πετουρίζει [petu’rizi]
πετουρίζει [petu’rizi]: ψιλοβρέχει. [πεταρίζω με τροπή α σε ου]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πουρλακάω [purla’kao]
πουρλακάω [purla’kao]: χτυπά η καρδιά μου από λαχτάρα: ‘Η καρδούλα μου πουρλακάει για σένα, περιστέρα μου!’. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πουτσούλα, η [pu’tsula]
πουτσούλα, η [pu’tsula]: ο λεβέντης: ‘Τι φτιάνς, πουτσούλα μου;’. [πούτσ(ος) -ούλα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf, https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
γιάτρατος [‘ʝatratos]
γιάτρατος, η, ο [‘ʝatratos]: για κοίτα τον: ‘Γιάτρατην πως κατεβαίνει!’ [για + αρχ. τηρ(ῶ) ‘παρατηρώ΄ (η σημερ. σημ. μσν.) μεταπλ. -άω]. Και: https://ilialang.gr/γιάρατος-ή-γιάτρατος/
-
σα πέρα [sa ‘pera]
σα πέρα [sa ‘pera]: εκεί πέρα. [< ίσα πέρα].
-
χερικό, το [çeri’ko]
χερικό, το [çeri’ko]: στις εκφράσεις: ‘Mου έκανε χερικό πρωί πρωί στο μαγαζί’ (μου έκανε σεφτέ).’ Έχει καλό / κακό χερικό’ (φέρνει γούρι / γρουσουζιά στη δουλειά που πρωτοαρχίζει). [μσν. χερικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. χερικός < χέρ(ι) -ικός].
-
σκορδοκαΐλα, η [skorðoka’ila]
σκορδοκαΐλα, η [skorðoka’ila]: ως έκφραση περιφρονητικής αδιαφορίας, σκασίλα: ‘Είχα μια σκορδοκαΐλα! ‘ [σκόρδ(ο) -ο- + καΐλα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σαν είναι [san ‘ine]
σαν είναι [san ‘ine]: αν είναι, πρέπει.
-
μωρ’γιάραχνη, η [mor’jaraxni]
μωρ’γιάραχνη, η [mor’jaraxni]: μαύρη, κακομοίρα. [μωρ(ή) αρχ. ἀράχνη].
-
μπίρι μπίρι, το [‘biri ‘biri]
μπίρι μπίρι [‘biri ‘biri]: η λογοδιάρροια, μουρμούρα: ‘Μας έπιασε το μπίρι μπίρι και στασό δεν είχαμε’ (μας έπιασε την λογοδιάρροια και δεν καθόμασταν κιόλας).
-
μάρα, η [‘mara]
μάρα, η [‘mara]: μόνο στη Φράση: ‘Άρες μάρες κουκονάρες’ (ανοησίες). [ίσως μαρ(αίνω) -α (αναδρ. σχημ.)].
-
κουραφέξαλα, τα [kura’feksala]
κουραφέξαλα, τα [kura’feksala]: (προφ.) ως χαρακτηρισμός ανόητων λόγων. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κοπιάζω [ko’pçazo]
κοπιάζω [ko’pçazo]: προσέρχομαι κάπου, συνήθ. στην προστακτική: ‘Kοπιάστε μέσα!’ [μσν. κοπιάζω (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. κοπιάζω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
έσουρε [‘esure]
έσουρε [‘esure]: (μτφ.) ξεγλίστρησε, έφυγε στα κρυφά. [αορ. σούρνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
είναι τος [‘inetos]
είναι τος [‘inetos]: για κάποιον που ζει. [είναι + (αυ)τός]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκιάζεται [‘ɟazete]
γκιάζεται (δε) [‘ɟazete]: (έκφραση) δεν μπορείς να αγγίξεις κάτι εξαιτίας του πολύ διάχυτου πόνου.
-
γιάτρα [‘ʝatra]
γιάτρα [‘ʝatra]: κοίταξε, δες: ‘Γιάτρα τον πως πάει στον δρόμο’ [για + αρχ. τηρ(ῶ) ‘παρατηρώ΄ -α].