Ετικέτα: ΕΙΡΩΝΕΙΑ
-
μόμολο, το [‘momolo]
μόμολο, το [‘momolo]: ειρωνικός χαρακτηρισμός για μικρό παιδί, για γέρο ή γενικά για άνθρωπο ανίκανο να αντιμετωπίσει μια κατάσταση. [ιταλ. mommolo ‘μαλακό τηγανητό γλυκό από ρύζι΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μαμούρι, το [ma’muri]
μαμούρι, το [ma’muri]: α. μικρό παιδί. β. (μειωτ.) το ανθρωπάκι: ‘Είναι μαμούρι τελείως αυτός’ (κακομοίρης).
-
λωβός [lo’vos]
λωβός, -ή, -ό [lo’vos]: επικίνδυνος άνθρωπος, κακός: ‘Είναι λωβός αυτός, να τον φοβάσαι’. [λωβός, επίθ. ‘λεπρός’ < αρχ. ουσ. λώβη + κατάλ. ός. Η λ. τον 8. αι. και σήμ. ιδιωμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ζουμπάς, ο [zu’mbas]
ζουμπάς, ο [zu’mbas]: α. μικρό βοηθητικό εργαλείο του χεριού, που το χτυπάμε με σφυρί πάνω σε μια επιφάνεια για να την τρυπήσουμε. β. (χλευ.) για πολύ κοντό άνθρωπο· κοντοστούπης. [τουρκ. zιmba -ς]. Και: https://ilialang.gr/στουμπάς-ο-stumbas/
-
αλλουτελευταίος [alutele’fteos]
αλλουτελευταίος, -α, -ο [alutele’fteos]: (ειρωνικά) ο τελευταίος από τους τελευταίους. [αλλού + τελευταίος]. (Κανελλακόπουλος).
-
απολειφάδι, το [apoli’faði]
απολειφάδι, το [apoli’faði]: α. (μτφ., μειωτ.) για άνθρωπο ιδιαίτερα μικρόσωμο, αδύνατο, καχεκτικό: ‘Είναι απολειφάδι ανθρώπου’. β. το τελευταίο κομμάτι χρησιμοποιημένου σαπουνιού [απ(ο)- αλείφ(ω) -άδι με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο- (πρβ. ελνστ. ή μσν. ἀλείφιον ‘υλικό για επάλειψη΄)]. Και: https://ilialang.gr/πολυφάδι-το/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγγλάδω, η [a’ŋglaðo]
αγγλάδω, η [a’ŋglaðo]: πολύ ατημέλητη γυναίκα. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
χάρβαλο, το [‘xarvalo]
χάρβαλο, το [‘xarvalo]: α. το χαλασμένο εργαλείο, κτίσμα. β. (μτφ.) για άνθρωπο πολύ γερασμένο και εξαντλημένο: ‘΄Χάρβαλο κατάντησε ο γέρος. [μσν. χάρβαλον ίσως < *χάραβλον (με μετάθ. του φων. από επίδρ. του [r] ) < *χάλαβρον (αντιμετάθ. των υγρών [l-r > r-l] ) < αρχ. *χαλαβρός (τ. παράλλ. του αρχ. χαλαρός)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαμοκέλα, η [xamo’kela]
χαμοκέλα, η [xamo’kela]: α. ισόγειος αποθήκη. β. χαμηλό, άθλιο φτωχόσπιτο ή δωμάτιο: ‘Ζει μέσα σε μια χαμοκέλα και το καλεί σπίτι’. [χαμο- + κέλλα < κελί].
-
στούμπος, ο [‘stumbos]
στούμπος, ο [‘stumbos]: α. ξύλινος συνήθ. κόπανος: ‘θα στουμπίσω το αραποσίτι’. β. (μτφ., ειρ.) για άνθρωπο πολύ κοντό και χοντρό: ‘Είναι σαν στούμπος’. γ. ο κακός μαθητής: ‘Είναι τελείως στούμπος πάντως’. [σλαβ. stonpa(;)].
-
μουνομαγεμένος, ο [munomaγe’menos]
μουνομαγεμένος, ο [munomaγe’menos]: ο υποτακτικός μιας γυναίκας. [μουν(ί) -ο- μαγεμένος].
-
κλιτσινάρα, η [klitsi’nara]
κλιτσινάρα, η [klitsi’nara]: (ειρ.) το μακρύ και αδύνατο πόδι: ‘Άπλωσε τις κλιτσινάρες του. Πόσο αδύνατος είναι!’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κλειδουκράτορας, ο [kliðu’kratoras]
κλειδουκράτορας, ο [kliðu’kratoras]: (ειρων.) αυτός που είναι υπεύθυνος για την ζωντανά. [κλειδ(ι) -ου- + κράτ(ωρ) -ορας]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κλαμαρώνω [klama’rono]
κλαμαρώνω [klama’rono]: α. (ειρ.) καμαρώνω: ‘Γιάτρα τον πως κλαμαρώνει σαν γύφτικο σκερπάνι’. β. ξεχνιέμαι προσηλωμένος σε κάτι.
-
κατσικαδερό, το [katsikaðe’ro]
κατσικαδερό, το [katsikaðe’ro]: α. (ειρ.) αδύνατος και ευκίνητος άνθρωπος. β. (μτφ.) ο κουτοπόνηρος. γ. ο βλάχος. [κατσίκ(ι) -αδερό].
-
κάρμα, η [‘karma]
κάρμα, η [‘karma]: α. ψόφιο ζώο. β. (ειρ.) πολύ άσχημη γυναίκα: ‘Είναι κάρμα!’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
γκλάβα, η [‘glava]
γκλάβα, η [‘glava]: (ειρ.) χοντροκέφαλο, το κεφάλι: ‘Στήψε την γκλάβα σου’ [σλαβ. glava]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i