Ετικέτα: ΕΙΡΩΝΕΙΑ
-
κοκόνα, η [ko’kona]
κοκόνα, η [ko’kona]: α. ως προσφώνηση, χαϊδευτικά, για γυναίκα και κυρίως κόρη: ‘Γεια σου κοκόνα μου’. β. (ειρ.) για γυναίκα μαθημένη στην άνεση και στην πολυτέλεια. [ρουμ. cocoăna].
-
κλαμάρω, η [kla’maro]
κλαμάρω, η [kla’maro]: (ειρων.) η καμαρωτή: ‘Κοίτα την κλαμάρω! Μη και πέσει η μύτη της, δεν σκύβει να την μαζώξει’.
-
ψωμόλυσσα, η [pso’mοlisa]
ψωμόλυσσα, η [pso’mοlisa]: α. υπερβολικά έντονο αίσθημα πείνας: ‘Έχω μια ψωμόλυσσα που τρώω κι εσένα!’ β. ως μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαθλιωμένου από τη μεγάλη φτώχεια· πειναλέος, πεινάλας. [ψωμ(ί) -ο- + λύσσα].
-
χαρλαύτης, ο [xa’rlaftis]
χαρλαύτης, ο [xa’rlaftis]: υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τον πολυφαγά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαΐρι, το [xa’iri]
χαΐρι, το [xa’iri]: όφελος, προκοπή: ‘Δεν είδα χαΐρι απ΄ αυτόν’ (δε μου πρόσφερε τίποτε καλό). (κατάρα) Χαΐρι να μη δεις! [τουρκ. hayιr (από τα αραβ.) -ι].
-
φλάμπουρο, το [‘flamburo]
φλάμπουρο, το [‘flamburo]: α. είδος πολεμικής σημαίας· (πρβ. λάβαρο). β. (υποτιμ.) ο λεβέντης [μσν. φλάμπουρον < *φλάμπουλον (ανομ. υγρών [l-l > l-r] ) < φλάμουλον (τροπή του μεσοφ. [m > mb] ) < ελνστ. φλάμμουλ(α) -ον < υστλατ. flammula ‘σημαία του ιππικού’ (επειδή απεικόνιζε μικρή φλόγα: λατ. flamma)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσαμπουνάω [tsabu’nao]
τσαμπουνάω [tsabu’nao]: μιλώ πολύ και ανόητα: ‘Τι μου τσαμπουνάς τώρα;’. [μσν. τσαμπουν(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. τσαμπουνισ- < τσαμπούν(α) -ίζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τραμπάκουλο, το [tra’mbakulo]
τραμπάκουλο, το [tra’mbakulo]: α. (μτφ.) χοντρή γυναίκα που βαδίζει αργά και δύσκολα σαν να κουτσαίνει. β. (μτφ.) στην Φράση: ‘Έπαθα τραμπάκουλο’ (έπαθα πλάκα). γ. μεθυσμένος [βεν. trabacolo ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] )]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
στρέκλα, η [‘strekla]
στρέκλα, η [‘strekla]: α. (ειρ.) για άνθρωπο κουτσό ή για κπ που χάνει την ισορροπία του. β. η αλογόμυγα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
στραβούλιακας, ο [stra’vuʎakas]
στραβούλιακας, ο [stra’vuʎakas]: άνθρωπος που δε βλέπει ή που δε βλέπει καλά. [στραβ(ός) -ούλιακας]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σπολλάτη [spo’lati]
σπολλάτη [spo’lati] επιφ.: συνήθ. ειρωνικά, ευχαριστώ, μπράβο, πάλι καλά! [μσν. *σπολλάτη (πρβ. μσν. πολλάτη) < φρ. εις πολλά έτη με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποφυγή της χασμ. (σύγκρ. στο, δες στο σε)].
-
σκερβελές, ο [skerve’les]
σκερβελές, ο [skerve’les]: τεμπέλης, ανεπρόκοπος, χαμένο κορμί. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ρετάλι, το [re’tali]
ρετάλι, το [re’tali]: α.το τελευταίο υπόλοιπο από ολόκληρο τόπι υφάσματος, που είναι λιγότερο από όσο χρειάζεται κανονικά για τη ραφή ενδύματος: ‘Aγόρασε ένα ρετάλι στη μισή τιμή’. β. (μειωτ.) για πρόσωπο εντελώς ανάξιο λόγου και ασήμαντο ή καχεκτικό και αδύναμο. [ιταλ. αρσ. ritaglio (ή διαλεκτ. *retaglio), πληθ. ritagli, που θεωρήθηκε ουδ. εν.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πολειφάδι, το [poli’faδi]
πολειφάδι, το [poli’faδi]: α. τελειωμένο κομμάτι σαπούνι. β. (μτφ., μειωτ.) για άνθρωπο ιδιαίτερα μικρόσωμο, αδύνατο, καχεκτικό: ~ ανθρώπου / γυναίκας. [απ(ο)- αλείφ(ω) -άδι με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο- (πρβ. ελνστ. ή μσν. ἀλείφιον ‘υλικό για επάλειψη΄)]. Και: https://ilialang.gr/απολειφάδι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
παρλιακός [parʎa’kos]
παρλιακός, -ιά, -ό [parʎa’kos]: μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου με κάποιο σωματικό ή πνευματικό ελάττωμα. [ίσως < *παραλοϊκός < παρα- λογικός με αποβ. του μεσοφ. [j] ].
-
παρλαπίπας, ο [parla’pipas]
παρλαπίπας, ο [parla’pipas]: ως χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαιρετικά φλύαρου, ανόητου και κομπαστή· φαφλατάς. [παρλαπίπ(α) -ας].
-
μπουρτζόβλαχος, ο [bur’dzovlaxos]
μπουρτζόβλαχος, ο [bur’dzovlaxos]: (μειωτ.) αγροίκος, απολίτιστος άνθρωπος. [μπούρτζ(ι) -ο- + βλάχος, ίσως από την έννοια ‘καστροφύλακας΄].
-
μπαστουνόβλαχος, ο [bastu’novlaxos]
μπαστουνόβλαχος, ο [bastu’novlaxos]: (μειωτ.) για αγροίκο, άξεστο άνθρωπο. [μπαστούν(ι) -ο- + βλάχος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαχατέλα, η [baxa’tela]
μπαχατέλα, η [baxa’tela]: α. (μειωτ.) για γυναίκα ηλικιωμένη που είναι άχαρη και άξεστη. β. για οτιδήποτε παλιό. [ιταλ. bagattella [g > x] ;].
-
μπαμπαλής, ο [baba’lis]
μπαμπαλής, ο [baba’lis]: μειωτικός χαρακτηρισμός για ηλικιωμένο: ‘Αυτός είναι μπαμπαλής’. [ίσως αρχ. παμπάλαιον ‘πολύ παλιό΄ > *πάμπαλ(ον) -ής (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )] < ή babalık = πατρότητα. || πατριός. || γέρος].