Ετικέτα: ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ
-
λουξ, το [luks]
λουξ, το [luks] (άκλ.): φωτιστική συσκευή που λειτουργεί με πετρέλαιο και παράγει ισχυρό φως. [λόγ. < γερμ. Lux (στη νέα σημ.) < λατ. lux ‘φως΄].
-
σβίγκος, ο [‘zviŋgos]
σβίγκος, ο [‘zviŋgos]: κοντός, χοντρός και πλαδαρός άνθρωπος. [παλ. γερμ. swing(e) -ος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf