Ετικέτα: ΓΑΛΛΙΚΗ
-
νταμουνζάνα, η [damu’nzana]
νταμουνζάνα, η [damu’nzana]: μεγάλη μπουκάλα που την έχουν πλέξει με ψάθα. [ιταλ. damigiana < γαλλ. dame-jeanne (περιπαιχτικό) ‘κυρία Ιωάννα΄· λόγ επίδρ. με βάση το γαλλ. τύπο]. Και: https://ilialang.gr/τραμπουζάνα-η/
-
καπερόνι, το [kape’roni]
καπερόνι, το [kape’roni]: η χαίτη στις γίδες. [< γαλλ. chaperon -ι].
-
φραμπαλίκι, το [framba’liki]
φραμπαλίκι, το [framba’liki]: η πλάκα, το αστείο [< φαρμπαλάς με μετάθ. του [r] < γαλλ. falbala -ς με ανομ. υγρών [l-l > r-l] ].
-
κουβέλι, το [ku’veli]
κουβέλι, το [ku’veli]: η κυψέλη της μέλισσας. [< παλαιότ. γαλλ. cuvel(l)e, cubel -ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κοκότα, η [ko’kota]
κοκότα, η [ko’kota]: α. η ανήθικη γυναίκα. β. το χλωρό καρύδι. [γαλλ. cocott(e) -α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κολήγοι, οι [ko’liγi]
κολήγοι, οι [ko’liγi]: σμίξιμο δύο, τριών τσοπάνηδων για κοινή πορεία. [γαλλ. collègue]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
καρπέτα, η [ka’rpeta]
καρπέτα, η [ka’rpeta]: υφαντά που τα κρεμούσαν στους τοίχους. [γαλλ. carpett(e) -α < αγγλ. carpet· μεταπλ. σε ουδ. κατά το χαλί].
-
καρμανιόλα η [karma’ɲola]
καρμανιόλα, η [karma’ɲola]: μεγάλο πριόνι. [γαλλ. carmagnol(e) -α ‘χορός που χόρευε ο λαός κατά τη γαλλική επανάσταση΄].
-
καμηλώ [kami’lο]
καμηλώ [kami’lo]: απαλή μάλλινη κουβέρτα. [ίσως, γαλλ. camelot (από τα αραβ.) με επίδρ. της λ. καμήλα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζιλές, ο [zi’les]
ζιλές, ο [zi’les]: το πλεκτό πουλόβερ. [λόγ. < γαλλ. gilet < ισπαν. gileco < αραβ. jaleko (δες και γιλέκο)· ζιλέ -ς για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκρας, ο [‘gras]
γκρας, ο [‘gras]: α. είδος παλαιού οπισθογεμούς τουφεκιού: ‘Είχε κρεμασμένον τον γκρά του και κατέβαινε την πλαγιά’. β. για κπ με χαμηλό πνευματικό επίπεδο: ‘Είσαι γκράς’ (Δεν παίρνεις “στροφές”). γ. σταθερός και ευθύς χαραχτήρας [γαλλ. ανθρωπων. Gras (όν. κατασκευαστή) (ορθογρ. δαν.)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βιζαβί [viza’vi]
βιζαβί [viza’vi]: (επίρρ. τοπ.) απέναντι, αντίκρυ. [λόγ. < γαλλ. vis-à-vis].
-
αμπλαούμπλας, ο [ablaꞋublas]
αμπλαούμπλας, ο [ablaꞋublas]: α. ο κακοφτιαγμένος. β. αυτός που ‘σαχλαμαρίζει’, φλύαρος. [α- + λόγ. < γαλλ. bla-bla & μέσω του αγγλ. blaa-blaa].
-
φορτωτήρα, η [forto’tira]
φορτωτήρα, η [forto’tira]: μακρύ ξύλο σαν λοστάρι που υποβοηθά το πλευρό του σαμαριού κατά την φόρτωση. [φωρτ(ώνω) -τήρα, φορτωτήρας < μτφρδ. γαλλ. chargeuse].
-
τραμπουζάνα, η [trambu’zana]
τραμπουζάνα, η [trambu’zana]: μεγάλη μπουκάλα που την έχουν πλέξει με ψάθα. [ιταλ. damigiana < γαλλ. dame-jeanne (περιπαιχτικό) ‘κυρία Ιωάννα΄· λόγ επίδρ. με βάση το γαλλ. τύπο]. Και: https://ilialang.gr/νταμουνζάνα-η-damunzana/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
στατέρι, το [sta’teri]
στατέρι, το [sta’teri]: το καντάρι. [λόγ. < αρχ. στατήρ, -έρι (1: σημδ. γαλλ. statère < λατ. stater (στη νέα σημ.) < αρχ. στατήρ)].
-
σερβάντα, η [se’rvanda]
σερβάντα, η [se’rvanda]: έπιπλο της τραπεζαρίας. [λόγ. < γαλλ. servant(e) -α].
-
μπελερίνα, η [bele’rina]
μπελερίνα, η [bele’rina]: διπλή κοντή μάλλινη εσάρπα. [γαλλ. pèlerin(e) -α].
-
κολλέγας, ο [ko’leγas]
κολλέγας, ο [ko’leγas]: α. ο συνεργάτης. β. φιλική προσφώνηση για άντρα οικείο: ‘Πού’σαι/Γεια σου ρε κολλέγα’. [γαλλ. collegue]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf