Ετικέτα: ΒΛΑΧΙΚΗ

  • παλιογκιόσα, η [paʎo’ɟosa]

    παλιογκιόσα, η [paʎo’ɟosa]: χαρακτηρισμός μειωτικός για γυναίκες κοντόχοντρες. [παλι(ός) -ο- + βλάχ. ghes(ŭ) ‘μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -α]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κότσιαλο, το [‘kotsʝalo]

    κότσιαλο, το [‘kotsʝalo]: σκληρό κομμάτι από το στάχυ που δε φεύγει με το λίχνισμα. [βλάχ. cotsal(ā) θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. -ο].

  • στρούγκος [‘stuŋgos]

    στρούγκος, ο [‘struŋgos]: ο βοσκός. [βλάχ. strung(a) -ος].

  • κλαπάτσα, η [kla’patsa]

    κλαπάτσα, η [kla’patsa]: αρρώστια ζώων. [βλάχ. gălbĕatsă με μετάθ. του υγρού [l] και αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.· τροπή [k > x] (;)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • γκιόσα, η [‘ɟοsa]

    γκιόσα, η [‘ɟοsa]: α. κατσίκα με μαύρη ράχη και μαύρα πλευρά, άσπρη κοιλιά και άσπρες γραμμές στο πρόσωπο. β. (μτφ., υβρ.) για άσχημη γυναίκα μεγάλης ηλικίας ή για γυναίκα δύστροπη. [βλάχ. Ρουμανική, ghes(ŭ) ‘μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκιόσος, ο [‘ɟosos]

    γκιόσος, ο [‘ɟosos]: μαύρο μουλάρι [βλάχ. Ρουμανική, ghes(ŭ) ‘μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -ος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκαβίζω [ga’vizo]

    γκαβίζω [ga’vizo]: αλληθωρίζω. [γκαβ (ός) + -ίζω < βλάχ. gav(ŭ) ( [gá-] ) ‘τυφλός΄ -ος, μετακ. τόνου κατά τα στραβός, τυφλός]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • σκαπετάω [skape’tao]

    σκαπετάω [ksape’tao]: α. χάνομαι, απομακρύνομαι. β. καταπίνω. (ίσως βλάχικο askâpitã soarli  ‘κρύφτηκε ο ήλιος’). Βλ. σχετικά: http://pitharidiogenous.blogspot.com/2012/07/blog-post_03.html  

  • λάγιος, ο [‘lajos]

    λάγιος, -α, -ο [‘lajos]: γκρίζος, με μαύρο τρίχωμα, κυρίως για πρόβατα: ‘Λάγιο αρνί’. [βλάχ. lai(ŭ) ‘μαύρος’ -ος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κότσαλο, το [‘kotsalo]

    κότσαλο, το [‘kotsalo]: σκληρό κομμάτι από το στάχυ που δε φεύγει με το λίχνισμα. [βλάχ. cotsalā θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκαβός [ga’vos]

    γκαβός, -ή, -ό [ga’vos]: ο αλλήθωρος. [βλάχ. gav(ŭ) ( [gá-] ) ‘τυφλός΄ -ος, μετακ. τόνου κατά τα στραβός, τυφλός].