Ετικέτα: ΒΕΝΕΤΙΚΗ
-
ζουρλός [zu’rlos]
ζουρλός, -ή, -ό [zu’rlos]: α. ο τρελός. β. που η συμπεριφορά του δείχνει έλλειψη πνευματικής ισορροπίας, ωριμότητας. γ. ως ειρωνικός και χλευαστικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει συμπεριφορά ιδιόρρυθμη, εκκεντρική. [μσν. ζουρλός < βεν. zurlo, zurlo(n) -ς ‘άστατος, ελαφρόμυαλος΄, ρ. zurlar ‘παραληρώ, κάνω παλαβωμάρες΄ (προφ. [tsurlón] και πιο λαϊκή [zurlón] )]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βεντέμα, η [ve’ndema]
βεντέμα [ve’ndema]: ο τρύγος [<βεν. vendema].
-
βελέσι, το [ve’lesi]
βελέσι, το [ve’lesi]: ένδυμα από γυναικείο μεσοφόρι. [βεν. valessio].