Ετικέτα: ΒΕΝΕΤΙΚΗ

  • βάρδα [‘varða]

    βάρδα [‘varða] (επιφ.): α. λέγεται για να επιστήσουμε την προσοχή σε κπ., να τον προειδοποιήσουμε για κάποιον κίνδυνο· πρόσεχε!, φυλάξου!, μακριά!: ‘Βάρδα από κακιά αρρώστια’. β. φουρνέλο [βεν. varda ‘πρόσεχε΄, προστ. του vardar].

  • βακέτα, η [va’keta]

    βακέτα, η [va’keta]: α. το κατεργασμένο δέρμα. β. (μτφ.) περιποιημένη γυναίκα. [βεν. vacheta (ιταλ. vacchetta)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αράδα, η [a’raða]

    αράδα, η [a’raða]: σειρά: ‘Μάθε μια αράδα γράμματα’ [μσν. αράδα < βεν. arada ‘περιεχόμενο αλωνιού, αλετριά΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αμπολάω [ambo’lao]

    αμπολάω [ambo’lao]: αμολάω, αφήνω: ‘Αμπόλα τον, δεν είναι στα καλά του’ (άφησέ τον ήσυχο) [βεν. mola (προστ. του molar ‘χαλαρώνω το παλαμάρι΄) > μόλα > ρ. μολώ και με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-mol > namol > n-amol] ή ιταλ. ammolla (προστ. του ρ. ammollare ‘χαλαρώνω΄) […]

  • αμολιέμαι [amo’ʎeme]

    αμολιέμαι [amo’ʎeme]: δεν υπολογίζω κάποιον: ‘Αμόλα’ (σε κάποιον που δεν δίνουμε σημασία) [αμολ(ώ) -ιέμαι < βεν. mola (προστ. του molar ‘χαλαρώνω το παλαμάρι΄) > μόλα > ρ. μολώ και με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-mol > namol > n-amol] ή ιταλ. ammolla (προστ. του ρ. ammollare […]

  • αγκουσέβουμαι [aŋgu’sevume]

    αγκουσέβουμαι [aŋgu’sevume]: α. στεναχωριέμαι πολύ. β. ζεσταίνομαι. γ. έχω δυσφορία. [αγκούσα -έβουμαι< βεν. angossa ([o > u] από επίδρ. του υπερ. [g])]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αναμπουμπούλα, η [anambu’mbula]

    αναμπουμπούλα, η [anambu’mbula]: ανακατωσούρα, φασαρία, αναστάτωση. [< αναμπαμπούλα με υποχωρ. αφομ. [a-u > u-u] < βεν. επίρρ. ala babala ( [-balá] ) ‘στο βρόντο΄ (ηχομιμ.) με ανομ. [l-l > n-l] ή παρετυμ. ανα- και εισαγωγή του επιθήματος -ούλα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αμολάω [amoꞋlao]

    αμολάω [amoꞋlao]: αφήνω κάποιον ή κάτι ελεύθερο, ανεμπόδιστο, απολύω. [βεν. mola (προστ. του molar ‘χαλαρώνω το παλαμάρι’) > μόλα > ρ. μολώ και με ανάπτ. προτακτ. α-  από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-mol > namol > n-amol] ή ιταλ. ammolla (προστ. του ρ. ammollare `χαλαρώνω΄) > αμόλα > ρ. αμολώ]. Και: https://ilialang.gr/αμπολάω/

  • αμάκα, η [aꞋmaka]

    αμάκα, η [a’maka]: πράσινο μαλακό χνούδι που δημιουργείται από υγρασία: ‘Έπιασε αμάκα’ (για κάτι που έχει βρωμίσει επειδή το έχουν παρατήσει). [βεν. a maca ‘με έξοδα άλλου΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλιάδα, η [a’ʎaða]

    αλιάδα, η [a’ʎaða]: σκορδαλιά από πατάτες. [ίσως παλ. βεν. *aliada (πρβ. βεν. agiada, ιταλ. agliata)]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλέγρος [aꞋleγros]

    αλέγρος, -α, -ο [a’leγros]: χαρούμενος, πρόσχαρος: ‘Είναι πολύ αλέγρα γυναίκα’. [βεν. alegro -ς· ιταλ. allegro -ς].

  • τσαμπίδα, η [tsa’mbiða]

    τσαμπίδα, η [tsa’mbiða]: μέρος του σταφυλιού. [μσν. τσαμπί < βεν. zambin ‘μικρή γάμπα’ (π.χ. ζώου) με αποβ. του τελικού [n] -ίδα]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • ντεμέλα, η [de’mela]

    ντεμέλα, η [de’mela]: μαξιλαροθήκη. [βεν. intemela]. Βλ. επίσης: https://ilialang.gr/προσκεφαλάδα-η-proskefalada/

  • μπουρμπούτσαλα, τα [bu’rbutsala]

    μπουρμπούτσαλα, τα [bu’rbutsala]: τα ανάξια λόγου, τα χωρίς ουσία λόγια και έργα: ‘Ούλο μπουρμπούτσαλα μας λέει ο δήμαρχος’. [ίσως βεν. barbuzzal ‘μικρή μάσκα στο μέτωπο ηθοποιού’ -α]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • μπουκούνι, το [bu’kuni]

    μπουκούνι, το [bu’kuni]: κομμάτι ψωμιού στο μέγεθος όσο χωράει το στόμα ενός ανθρώπου. [βεν. bocon ‘μπουκιά’ -ι]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • μπόλια, η [‘boʎa]

    μπόλια, η [‘boʎa]: το μαντίλι που φορούν οι γυναίκες στο κεφάλι: ‘Άσπρη μπόλια στο κεφάλι’. [βεν. imboglia με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μπαράκα, η [ba’raka]

    μπαράκα, η [ba’raka]: παράπηγμα. [<βεν. baraca. Τ. ‑γκα σήμ. ιδιωμ. και παράγκα κοιν. Η λ. στο Meursius].

  • μανέστρα, η [ma’nestra]

    μανέστρα, η [ma’nestra]: είδος ζυμαρικού κομμένου σε μικρά κυβάκια: ‘Πάλι μανέστρα θα φάμε σήμερα;’. [βεν. manestra]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λόρδα, η [lórða]

    λόρδα, η [lórða]: υπερβολική πείνα. ‘Μ’ έκοψε η λόρδα’. [βεν. lorda]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κάργα [‘karγa]

    κάργα [‘karγa]: (επίρρ.) α. για να δηλώσουμε ότι κτ. είναι εντελώς και υπερβολικά γεμάτο· φίσκα, τίγκα. β. πολύ σφιχτά: ‘Tο έδεσε κάργα το σκοινί’. β. για κτ. πολύ τεντωμένο [βεν. carga ‘φορτίο, γεμάτο΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o,  Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf