Ετικέτα: ΜΕΙΩΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ
-
βοϊδομούλαρο, το [voiðo’mularo]
βοϊδομούλαρο, το [voiðo’mularo]: α. μουλάρι με πλατύ πρόσωπο. β. βρισιά για άνθρωπο βλάκα. [βόιδ(ι) -ο- μουλάρ(ι) -ο]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ψωριάρης, ο [pso’rʝaris]
ψωριάρης, ο [pso’rʝaris]: (μτφ.) ο ακοινώνητος: ‘Πού πας ωρέ ψωριάρη!’. [ψώρ(α) -ιάρης].
-
ψοφίμι, το [pso’fimi]
ψοφίμι, το [pso’fimi]: α. το αδύνατο ή νεκρό ζώο. β. προσβλητικός χαρακτηρισμός για έναν άνθρωπο ανίκανο να κάνει το οτιδήποτε. [μσν.(;) *ψοφιμαίον (< ψοφ(ώ) -ιμαίον αναλ. προς το ελνστ. θνησιμαῖον ‘κουφάρι ζώου΄) > πληθ. ψοφιμαία > νέος εν. ψοφίμι κατά το σχ.: καλάμια – καλάμι, θαλάμια – θαλάμι]. Και: https://ilialang.gr/λέσι-το-lesi/
-
χούφταλο, το [‘xuftalo]
χούφταλο, το [‘xuftalo]: χαρακτηρισμός για άνθρωπο αδύνατο και γέρικο. [χούφτ(α) -αλο].
-
τσόλι, το [‘tʃoli]
τσόλι, το [‘tʃoli]: α. φτηνό ή παλιό στρωσίδι: ‘Έριξε κάτω ένα τσόλι και ξάπλωσε’. || (επέκτ.) παλιό ρούχο ή οποιοδήποτε κουρέλι (συνήθως, στον πληθυντικό). β. (μτφ.) άνθρωπος ηθικά και κοινωνικά τιποτένιος: ‘Είναι τσόλι, παλιάνθρωπος μπίτι’. [τουρκ. çul -ι].
-
σκουληκοπούτσης, ο [skuliko’putsis]
σκουληκοπούτσης, ο [skuliko’putsis]: αυτός που έχει μικρό πέος. [σκουλήκ(ι) -ο πούτσ(ος) -ης].
-
πορδοβούλωμα, το [porðo’vuloma]
πορδοβούλωμα, το [porðo’vuloma]: α. ο τιποτένιος. β. ο μικροκαμωμένος. [πορδ(ή) -ο- βούλωμα].
-
μπασταρδέλι, το [basta’rðeli]
μπασταρδέλι, το [basta’rðeli]: το νόθο παιδί. [ιταλ. bastard(o) -έλι].
-
μπαμπόγρια, η [ba’mboγria]
μπαμπόγρια, η [ba’mboγria]: η κακιά γριά. [μπάμπ(ω) -ο- + γριά].
-
μπαμπέσης, ο [ba’besis]
μπαμπέσης, ο [ba’besis]: ο προδότης. [αλβ. pabes(ë) -ης με ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b]· μπαμπέσ(ης) -α].
-
μπαγάσας, ο [ba’γasas]
μπαγάσας, ο [ba’γasas]: α. ο διεφθαρμένος άνδρας, ο παλιάνθρωπος. β. χαρακτηρισμός για οικείο πρόσωπο χωρίς αρνητική συνδήλωση: ‘Πού είσαι βρε μπαγάσα;’. [μσν. μπαγάσα ‘πόρνη’ -ς < ιταλ. bagascia].
-
μούτρο, το [‘mutro]
μούτρο, το [‘mutro]: α. (μτφ) ο παλιάνθρωπος. β. το πρόσωπο. [παλ. ιταλ. mutria (θηλ. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.) με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε σύμφ., [r] και φων. (σύγκρ. τριακόσιοι > τρακόσιοι)· μούτρ(ο) -άκλα].
-
μούλος, ο [‘mulos]
μούλος, ο [‘mulos]: ο νόθος, ο μπάσταρδος: ‘Μούλε!’. [ιταλ. mulo ‘μουλάρι, μπάσταρδος΄ -ς· μούλ(ος) -α].
-
μαρκαλάω [marka’lao]
μαρκαλάω [marka’lao]: α. η σεξουαλική πράξη των ζώων. β. (μειωτ.) για γυναίκα ανήθικη που ερωτοτροπεί με πολλούς συντρόφους [μάρκαλ(ος) -ιέμαι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μανιαμούνιας, ο [maɲa’muɲas]
μανιαμούνιας, ο [maɲa’muɲas]: αυτός που εξαρτάται από την μητέρα ή την γυναίκα του.
-
μαλαπέρδα, η [mala’perða]
μαλαπέρδα, η [mala’perða]: α. το μεγάλο πέος. β. (μειωτ.) υβριστικός χαρακτηρισμός για κπ. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λωβούλης, ο [lo’vulis]
λωβούλης, ο [lo’vulis]: ο κακός άνθρωπος. [ίσως, λωβός ‘λεπρός’ -ούλης]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
κούσαλο, το [‘kusalo]
κούσαλο, το [‘kusalo]: (μειωτ.) ο ηλικιωμένος που είναι δυσκίνητος: ‘Έχει γίνει τελείως κούσαλο!’. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κούρβα, η [‘kurva]
κούρβα, η [‘kurva]: η ανήθικη γυναίκα, η πόρνη. [σλαβ . kypΒa].
-
κόλεθρο, το [‘koleθro]
κόλεθρο, το [‘koleθro]: α. το νεογέννητο προβατάκι. β. (υβριστ.) για άνθρωπο αδύναμο: ‘Άι να χαθείς παλιοκόλεθρο’ (παλιοτόμαρο). Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o