Ετικέτα: ΜΕΙΩΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ

  • παλιογκιόσα, η [paʎo’ɟosa]

    παλιογκιόσα, η [paʎo’ɟosa]: χαρακτηρισμός μειωτικός για γυναίκες κοντόχοντρες. [παλι(ός) -ο- + βλάχ. ghes(ŭ) ‘μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -α]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • τσαπερδόνα, η [tsape’rðona]

    τσαπερδόνα, η [tsape’rðona]: α. για μικρό κορίτσι ή κοπέλα ζωηρή, χαριτωμένη. β. το παλιοκόριτσο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • συμμαζωτάρι, το [simazo’tari]

    συμμαζωτάρι, το [simazo’tari]: (υβρ.) ο σώγαμπρος. [συμμαζώ(νω) -τάρι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σουρουκλεμές, ο [surukle’mes]

    σουρουκλεμές, ο [surukle’mes]: α. διασυρμένη και ξεφτιλισμένη γυναίκα. β. το στενό παντελόνι. [τουρκ. sürükle(n)me(k) ‘σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσχημη ζωή΄ -ς].

  • σκρόφα, η [‘skrofa]

    σκρόφα, η [‘skrofa]: α. το θηλυκό γουρούνι. β. υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας. [ελνστ. ή μσν. σκρόφα < λατ. scrofa]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σκυλοκόριτο, το [skilo’korito]

    σκυλοκόριτο, το [skilo’korito]: χαρακτηρισμός υβριστικός για κπ. που έχει κακό χαρακτήρα. [< σκυλ(ί) –ο- κορίτσ(ι) –ο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σκυλοπερνάω [skilope’rnao]

    σκυλοπερνάω [skilope’rnao]: α. βρίζω άσχημα κάποιον. β. ζω με δυσκολίες, πεινάω. [< σκυλ(ί) –ο- + περνάω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ραμολιμέντο, το [ramoli’mento]

    ραμολιμέντο, το [ramoli’mento]: (μειωτ.) χαρακτηρισμός για ηλικιωμένο πρόσωπο που έχει χάσει το μυαλό του, τα λογικά του. [λόγ. < ιταλ. rammollimento ‘μαλάκυνση των οργάνων΄ με ταύτιση της σημ. προς το ραμολί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • πατσαβούρα, η [patsa’vura]

    πατσαβούρα, η [patsa’vura]: α. κομμάτι (συνήθ. παλιού, άχρηστου) υφάσματος που το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν, να σκουπίζουν κτ. βρόμικο: ‘Φέρε μια πατσαβούρα να σκουπίσω το πάτωμα’. β. (μτφ.) ως υβριστικός ή περιφρονητικός χαρακτηρισμός για γυναίκα πρόστυχη, ανήθικη, χυδαία. [βεν. spazzadura ‘βρομιά για σκούπισμα΄ με αποβ. του [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. […]

  • παστρικός [pastri’kos]

    παστρικός, -ιά, -ό [pastri’kos]: α. αυτόν που τον έχουν καθαρίσει καλά, ο καθαρός: ‘Όλα μέσα στο σπίτι του είναι παστρικά’. β. (μτφ.) αυτός που είναι ηθικά άψογος, που δεν υποκρύπτει δόλο: ‘Mου αρέσουν οι παστρικές δουλειές’. γ. (ως ουσ.) η παστρικιά, η πόρνη. [μσν. παστρικός < πάστρ(α) -ικός]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • παρδαλός [parδa’los]

    παρδαλός, -ή, -ό [parδa’los]: α. που έχει πολλά χρώματα (για ζώο, πουλί), που το δέρμα του, το φτέρωμά του είναι πολύχρωμο, έχει στίγματα, βούλες. β. η παρδαλή, γυναίκα αμφίβολης, μειωμένης ηθικής. [επίθ. < ελνστ. πάρδαλος ‘λεοπάρδαλη΄με μετακ. του τόνου κατά το σχ.: κάστανο – καστανός].

  • ξεκωλωμένη, η [ksekolo’meni]

    ξεκωλωμένη, η [ksekolo’meni]: υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα που επιλέγει πολλούς ερωτικούς συντρόφους. [ξε- κωλώ(νω) -μένη].

  • μαραγκιάζω [mara’ɟazo]

    μαραγκιάζω [mara’ɟazo]: ζαρώνω: ‘Μαράγκιασαν τα λάχανα’. / (μειωτ.) για πρόσωπο. [ελνστ. μαραγγι(άω) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. μαραγγιασ- (ορθογρ. απλοπ.)].

  • μαγαρισμένος [maγari’zmenos]

    μαγαρισμένος, -η, -ο [maγari’zmenos]: α. ο ανήθικος. β. ο άπιστος, άθεος. [μαγαρ(ίζω) -ισμένος].

  • λινάτσα, η [li’natsa]

    λινάτσα, η [li’natsa]: α. χοντρό ύφασμα από λινάρι ή καννάβι, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή σάκων και τσουβαλιών. β. υβριστικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο κάθαρμα: ‘Είσαι πολύ λινάτσα’. [ιταλ. (διαλεκτ.) linazza].

  • λεμές, ο [le’mes]

    λεμές, ο [le’mes]: παλιάνθρωπος, λιγδιάρης: ‘Ο παλιαλήτης, ο λεμές!’ . [τουρκ. ellem(e) -ες ‘κοσκίνισμα’]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κωλοσουφρίδα, η [kolosu’friða]

    κωλοσουφρίδα, η [kolosu’friða]: α. ο πρωκτός. β. χαρακτηρισμός για άνθρωπο κακόβουλο και ύπουλο.

  • κορμάδι, το [ko’rmaði]

    κορμάδι, το [ko’rmaði]: α. χαρακτηρισμός ανθρώπου τεμπέλη, αργόσχολου και χαραμοφάη. β. ρεμάλι. [κορμ(ί) -άδι].

  • κορμοσκυλιάζω [kormoski’ʎazo]

    κορμοσκυλιάζω [koproski’ʎazo]: τεμπελιάζω. [κορμ(ός) -ο- σκυλ(ο) -ιάζω]. Πηγή: https://ilialang.gr/κοπροσκυλάου-κοπροσκυλιάζω-koproskiazo-προφ/

  • κοπροσκυλάου [koproski’lau]

    κοπροσκυλάου [koproski’lau]: για άνθρωπο αργόσχολο, τεμπέλη και χαραμοφάη που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί. [κοπρόσκυλ(ο) -άου]. Και: https://ilialang.gr/κορμοσκυλιάζω/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf