Ετικέτα: ΑΡΧΑΙΑ
-
αγκρουμάζομαι [aŋgru’mazome]
αγκρουμάζομαι [aŋgru’mazome]: α. ακούω προσεχτικά. β. κρυφακούω. [αφουγκράζομαι < αρχ. ἐπακροῶμαι ‘ακούω προσεκτικά΄ > μσν. *επακρώμαι (αποφυγή της χασμ.) > *απακρώμαι (παρετυμ. απ(ο)-) > *αφακρώμαι (από επίδρ. των αφορῶ ‘κοιτάζω προσεκτικά΄, αρχ. ὑφορῶμαι ‘κοιτάζω με καχυποψία΄) > μσν. αφουκρούμαι ([a > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [k]) > μεταπλ. αφουκράζομαι (αναλ. […]
-
αβασκαντούρι, το [avaska’nduri]
αβασκαντούρι, το [avaska’nduri]: βότανο για το ξεμάτιασμα, αμάτιαστο. [λόγ. < αρχ. βάσκανος ‘που ασκεί μαγεία, κακόβουλος’, fr αβάσκαντος w. suff -ούρι]]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αβέλιουρας, ο [a’veʎuras]
αβέλιουρας, ο [a’veʎuras]: αγριόχορτο που προκαλούσε ζημιές στις καλλιέργειες. [αρχ. ἑλλέβορος > *ελέβουρος ([o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [r]) > *αλέβουρος (τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-el > enal > en-al]) > *αλέουρος (με αποβ. του μεσοφ. [v]) και μεταπλ. -ος […]
-
αγάνι, το [a’γani]
αγάνι, το [a’γani]: το γένι του σταριού. [ελνστ. ἄκανος ὁ ‘αγκαθωτό κεφάλι φυτού΄ με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > γ] ή από επίδρ. του αρχ. ἄγανον (ξύλον) ‘ξερόκλαδο για προσάναμμα΄ και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]. Όπως και: https://ilialang.gr/άγανο/
-
απολύω [apo’lio]
απολύω [apo’lio]: απομακρύνομαι, εξαφανίζομαι. [λόγ. < αρχ. ἀπολύω ‘λύνω, ελευθερώνω΄ & σημδ. γερμ. entlassen].
-
απηλοούμαι [apiλo’ume]
απηλοούμαι [apiλo’ume]: απαντώ, απολογούμαι. [λόγ. < αρχ. ἀπολογοῦμαι]
-
αλαλάγγιαχτος [alaꞋlaɟaxtos]
αλαλάγγιαχτος, -η, -ο [ala’laŋɟaxtos]: ευαίσθητος: ‘Αυτή είναι αλαλάγγιαχτη!’ [ίσως, από το αρχ. αλαλαγμός ‘θόρυβος’ -ιαχτος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ακληρία, η [akli’ria]
ακληρία, η [akli’ria]: αναφέρεται στην οικογένεια που δεν έχει αρσενικό κληρονόμο. [αρχ. ουσ. ακληρία].
-
αγγελίζου [aŋge’lizu]
αγγελίζου [aŋge’lizu]: προσφέρω στους φτωχούς ελεημοσύνη. [αγγελ(ία) -ίζου]. Και: https://ilialang.gr/αγγελίζω/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγγελία, η [aŋge’lia]
αγγελία, η [aŋge’lia]: υλική βοήθεια που δίνεται σε επαίτη [λόγ. < αρχ. ἀγγελία ‘δημόσια διακήρυξη΄ σημδ. γαλλ. annonce].
-
αψύς [a’psis]
αψύς, -ιά, -ύ [a’psis]: (μτφ.) για άνθρωπο οξύθυμο, ευέξαπτο: ‘Μην είσαι αψύς’. [αρχ. ἁψίκορος (ἅπτομαι ‘αρπάζω΄) με νέα ανάλυση αψι- + κόρος, κατά το σχ.: οξύθυμος – οξύς]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ασκί, το [a’ski]
ασκί, το [a’ski]: επεξεργασμένο δέρμα κατάλληλο για δοχείο. [αρχ. ασκ(ός) ί]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απόπατος, ο [a’popatos]
απόπατος, ο [a’popatos]: αποχωρητήριο, αφοδευτήριο. [λόγ. < αρχ. ἀπόπατος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αποκοπή, η [apoko’pi]
αποκοπή, η [apoko’pi]: εργασία που πληρώνεται συνολικά για όλο το έργο της και όχι με το μεροκάματο, ανεξάρτητα από τον χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωσή της. [αρχ. ἀποκοπή ‘κόψιμο΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
απογίνομαι [apo’γinome]
απογίνομαι [apo’γinome]: γίνομαι χειρότερα, καταντώ. [από+γίνομαι < αρχ. ἀπογί(γ)νομαι]]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απάγκιο, το [a’panɟo]
απάγκιο, το [a’panɟo]: προστασία. [απ(ο)- αρχ. ἄγκ(ος) ‘χαράδρα΄ -ιο]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αντιταίνω [andi’teno]
αντιταίνω [andi’teno]: αντιμιλάω, αντιλέγω. [αρχ. αντιτείνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
άναυλα [‘anavla]
άναυλα [‘anavla]: (επιρρ.) λέγεται για αυτόν που αναχωρεί συνήθως βίαια: ‘Έφυγε άναυλα δίχως να δώκει εξηγήσεις’. [< αρχ. άναυλ(ος) -α]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ανάχρειο, το [a’naxrʝo]
ανάχρειο, το [a’naxrʝo]: χρήσιμο αντικείμενο για το νοικοκυριό. [αν(α)- αρχ. χρεί(α) -ο]. Και: https://ilialang.gr/ανάχρεια/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αμπέχονο, το [aꞋbexono]
αμπέχονο, το [aꞋbexono]: χοντρό μπουφάν. [λόγ. < αρχ. ἀμπέχονον ‘ρούχο, σάλι που τυλίγει’].