Ετικέτα: ΑΡΧΑΙΑ

  • γαρδαμώνω [γarða’mono]

    γαρδαμώνω [γarða’mono]: ανακτώ δυνάμεις  [αρχ. κάρδαμος < καρδαμώνω με τροπή κ σε γ]. Και: https://ilialang.gr/γκαρδαμώνω/ Και: https://ilialang.gr/καρδαμώνω-karδamono/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βρούντζος, ο [‘vrundzos]

    βρούντζος, ο [‘vrundzos]: η χρυσόμυγα. [αρχ. βροῦντζος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βουή, η [vu’i]

    βουή, η [vu’i]: α. ταχύτητα. β. (μτφ.) ζημιά: ‘Επαθα βουή’ [αρχ. βοή· τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ή ηχομιμ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βουλή, η [vu’li]

    βουλή, η [vu’li] (συνήθ. πληθ.): θέληση, απόφαση: ‘Έβαλε βουλή να με μάθει γράμματα’. [αρχ. βουλή ‘απόφαση ύστερα από σκέψη΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βουλιέται [vu’ʎete]

    βουλιέται [vu’ʎete]: του έρχεται η επιθυμία. [αρχ. βούλ(ομαι) -ιέμαι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βολά [vo’la]

    βολά [vo’la]: (επιρρ.) μία ή περισσότερες φορές [αρχ. βολή -ά]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βίος, ο [‘vios]

    βίος, ο [‘vios]: περιουσία [αρχ. βίος].

  • βίκος, ο [‘vikos]

    βίκος, ο [‘vikos]: ψυχανθές φυτό που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή. [ελνστ. *βίκος (πρβ. ελνστ. υποκορ. βικίον, διαφ. το αρχ. βῖκος ‘κιούπι΄)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αφάλι, το [a’fali]

    αφάλι, το [a’fali]: χωράφι με καλό και καρποφόρο χώμα [μσν. αφάλιν < ελνστ. ὀμφάλιον, υποκορ. του αρχ. ὀμφαλός]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αρμακάς, ο [arma’kas]

    αρμακάς, ο [arma’kas]: στοίβα, σωρός. [έρμαξ με αδομοίωση και αλλαγή γένους < αρχ. έρμα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αρμολόι, το [armo’loi]

    αρμολόι, το [armo’loi]: γέμισμα των αρμών του τοίχου. [αρχ. ουσ. αρμ(ός) -όλοι]. Και: https://ilialang.gr/αρμολόισμα/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αρμολόισμα, το [armo’loizma]

    αρμολόισμα, το [armo’loizma]: η συναρμογή (σύνδεση, συνένωση κ.ά.) δύο αντικειμένων κατά ένα τμήμα της επιφάνειάς τους. [αρχ. αρμ(ός) -ολόισμα]. Όπως και: https://ilialang.gr/αρμολόι-το/

  • άρατος [‘aratos]

    άρατος, -η, -ο [‘aratos]: άφαντος [< προστ. αορ. του αίρω στην εκκλ. έκφρ. “άρατε πύλας”. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αργάζω [a’rγazo]

    αργάζω [a’rγazo]: κατεργάζομαι δέρματα [αρχ. ὀργάζω με τροπή [o > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-or > nar > n-ar]].

  • απογειάδα, η [apo’ʝaða]

    απογειάδα, η [apo’ʝaða]: ο αέρας που φυσά από την ξηρά. [αρχ. απόγει(ος) -άδα]. (Κανελλακόπουλος).

  • απάγκιος [a’panɟos]

    απάγκιος, -α, -ο [a’panɟos]: αυτός που προστατεύεται από τον άνεμο και γενικά την κακοκαιρία· απάνεμος. [απ(ο)- αρχ. ἄγκ(ος) ‘χαράδρα΄ -ιος]. Και: https://ilialang.gr/απάγκιο-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αντί, το [a’ndi]

    αντί, το [a’ndi]: κυλινδρικό εξάρτημα του αργαλειού πάνω στο οποίο τυλίγεται το νήμα. [αρχ. ἀντίον με αποφυγή της χασμ. και αποβ. του τελικού -ν].

  • ανώρας [a’noras]

    ανώρας [a’noras]: (επιρρ.) νωρίς πρωί- πρωί. [<αρχ. έκφρ. εν ώρᾳ (Χατζ., Λεξ., λ. ανώ-)· πβ. ιδιωμ. ανώρως  -α (Andr., λ. ένωρος) και τηνωράς (Dawkins, Μαχ. Β΄, σ. 237)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανάχρεια, τα [a’naxrʝa]

    ανάχρεια, τα [a’naxrʝa] (συνήθως πληθυντικό): τα χρήσιμα εργαλεία του νοικοκυριού [αν(α)- αρχ. χρεία (λόγ. έκφρ.: από φρ. της Κ.Δ.)]. Και: https://ilialang.gr/αναχρικά-τα/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αλλούκουτος [a’lukutos]

    αλλούκουτος, -η, -ο [a’lukutos]: για κπ. ή για κτ. που παρεκκλίνει από ό,τι είναι συνηθισμένο ή από ό,τι είναι σωστό ή λογικό· παράξενος, απροσάρμοστος. [αρχ. ἀλλόκοτος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i