Ετικέτα: ΑΡΧΑΙΑ
-
λάγαρο, το [‘laγaro]
λάγαρο, το [‘laγaro]: το καθαρό νερό. [αρχ. λαγαρός ‘χαλαρός, λεπτός, ευκίνητος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λαγαρώ [laγa’ro]
λαγαρώ [laγa’ro]: καθαρίζομαι. [αρχ λαγαρ(ός) –ώ]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λαγγεύω [la’gevo]
λαγγεύω [la’gevo]: λιγώνομαι: ‘Με λάγγεψε με το βλέμμα του’. [μσν. *λαγγεύω (πρβ. μσν. λάγγεμα) < αρχ. λαγγ(άζω) `χαλαρώνω΄ μεταπλ. -εύω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κρέμαση, η [‘kremasi]
κρέμαση, η [‘kremasi]: το σημείο της πτώσης του νερού στο μύλο [αρχ. κρέμα(σις) ‘ενέργεια του κρεμάσματος΄ -ση]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κρένω [‘kreno]
κρένω [‘kreno]: μιλώ: ‘Μην κρένεις τώρα δα’. [αρχ. κρίνω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κριν- κατά το σχ.: μειν- (έμεινα) – μένω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κράζω [‘krazo]
κράζω [‘krazo]: φωνάζω δυνατά ή φωνάζω κπ. να έρθει κοντά, καλώ, προσκαλώ: ‘Σούρε να κράξεις το παιδί’. [αρχ. κράζω].
-
κορκός, ο [ko’rkos]
κορκός, ο [ko’rkos]: κρόκος αυγού. [αρχ. κρόκος]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κοπρίζου [ko’prizu]
κοπρίζου [ko’prizu]: λιπαίνω με κοπριά χωράφι, αγρό, κήπο κτ.λ. [αρχ. κοπρίζ(ω) -ου].
-
κοπή, η [ko’pi]
κοπή, η [ko’pi]: κοπάδι: ‘Διάλεξε το καλύτερο αρνί από την κοπή μου’. [αρχ. ουσ. κοπή. Η λ. και σήμ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κοντύλι, το [ko’dili]
κοντύλι, το [ko’dili]: ειδική γραφίδα από σχιστόλιθο, με την οποία έγραφαν επάνω στην πλάκα οι πολύ μικροί μαθητές. [μσν. κοντύλι(ν) < ελνστ. κονδύλιον (προφ. [nd] ) υποκορ. του αρχ. κόνδυλος, επειδή σαν γραφίδα χρησιμοποιόταν ένα κομμάτι καλάμι κομμένο από έναν κόνδυλο (“κόμπο”) σε άλλο].
-
κολλιέμαι [ko’ʎeme]
κολλιέμαι [ko’ʎeme]: τσακώνομαι. [αρχ. κολλ(ῶ) -ιέμαι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κλωγιού, η [klo’ʝu]
κλωγιού, η [klo’ʝu]: η κλώσσα. [κλωσσάω < αρχ. κλώ(σσω) ‘κακαρίζω΄ -γιού (ηχομιμ.)].
-
κλειώ [‘kʎo]
κλειώ [‘kʎo]: κλείνω. [αρχ. κλείω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κληματσίδα, η [klima’tsiða]
κληματσίδα, η [klima’tsiða]: ο λεπτός και τρυφερός βλαστός του κλήματος. [αρχ. κληματίς, αιτ. -ίδα με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ] (Συναδ. φ. 14v). [<ουσ. κληματίς (βλ. ά.). Τ. κλε στο Du Cange (κλεμαξίδα). Η λ. και σήμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κατεβασά, η [kateva’sa]
κατεβασά, η [kateva’sa]: μπόρα. [πρβ. αρχ. κατάβασ(ις) -ά ‘κάθοδος΄].
-
καρτεράου [karte’rau]
καρτεράου [karte’rau]: παραμονεύω. [αρχ. καρτερά(ω) -ου].
-
καρούλα, η [ka’rula]
καρούλα, η [ka’rula]: α. καρούμπαλο. β. φουσκάλα στο δέρμα. [καρούλ(ι) μεγεθ. αρχ. κάρ(υον) ‘σφαιρικό σώμα για τύλιγμα σκοινιού΄ -ούλ(ι) -α]. Πηγή: https://ilialang.gr/wp-admin/post.php?post=13515&action=edit
-
καρδαμώνω [karða’mono]
καρδαμώνω [karða’mono]: τονώνομαι σωματικά, δυναμώνω: ‘Φάε καλά να καρδαμώσεις’. [κάρδαμ(ο) -ώνω (το κάρδαμο χρησιμοποιόταν σαν τη μουστάρδα) < αρχ. κάρδαμον]. Και: https://ilialang.gr/γαρδαμώνω-ανακτώ-δυνάμεις-καρδαμώνω/ Και: https://ilialang.gr/γκαρδαμώνω/
-
καπρί, το [ka’pri]
καπρί, το [ka’pri]: αγριογούρουνο. [μσν. καπρίν υποκορ. του αρχ. κάπρος ‘αγριογούρουνο΄].
-
κανάκια, τα [ka’naca]
κανάκια, τα [ka’naca]: λεπτά πόδια [<αρχ. ουσ. καναχή (Ανδρ.) ή σχετ. με ιδιωμ. καννάκι ‘πήχυς των άνω άκρων’].