Ετικέτα: ΑΡΧΑΙΑ

  • μπαμπαλής, ο [baba’lis]

    μπαμπαλής, ο [baba’lis]: μειωτικός χαρακτηρισμός για ηλικιωμένο: ‘Αυτός είναι μπαμπαλής’. [ίσως αρχ. παμπάλαιον ‘πολύ παλιό΄ > *πάμπαλ(ον) -ής (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )] < ή babalık = πατρότητα. || πατριός. || γέρος].

  • μουνουχάω [munu’xao]

    μουνουχάω [munu’xao]: ευνουχίζω. [αρχ. εὐνοῦχος > μσν. *βνούχος (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > *μνούχος με τροπή [vn > mn] (σύγκρ. ελαύνω > λάμνω, χαύνος > αχαμνός) > μσν. μουνούχος (ανάπτ. [u] ανάμεσα σε αρχικό [m] και ακόλουθο σύμφ.)] < μουνούχ(ος) –άω]. Και: https://ilialang.gr/μουνουχίζω-munuxizo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μουνούχης, ο [mu’nuçis]

    μουνούχης, ο [mu’muçis]: α. ο ευνούχος. β. (μτφ.) άνθρωπος ανίκανος και τιποτένιος. [αρχ. εὐνοῦχος > μσν. *βνούχος (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > *μνούχος με τροπή [vn > mn] (σύγκρ. ελαύνω > λάμνω, χαύνος > αχαμνός) > μσν. μουνούχος (ανάπτ. [u] ανάμεσα σε αρχικό [m] και ακόλουθο σύμφ.)].

  • μαρίδα, η [ma’riða]

    μαρίδα, η [ma’riða]: (μτφ.) πολυμελής ομάδα μικρών παιδιών: ‘Πίσω από το γύφτο με την αρκούδα ακολουθούσε η μαρίδα της γειτονιάς με φωνές και χιουχαΐσματα’. [αρχ. σμαρίς, αιτ. -ίδα με αποβ. του [z] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. & την αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-zm > tizm > tis-m] · μαρίδ(α) -ούλα· μαρίδ(α) -ίτσα].

  • λωβός [lo’vos]

    λωβός, -ή, -ό [lo’vos]: επικίνδυνος άνθρωπος, κακός: ‘Είναι λωβός αυτός, να τον φοβάσαι’. [λωβός, επίθ. ‘λεπρός’ < αρχ. ουσ. λώβη + κατάλ. ός. Η λ. τον 8. αι. και σήμ. ιδιωμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λυσσακό, το [lisa’ko]

    λυσσακό, το [lisa’ko]: η λύσσα: ‘Έπαθε λυσσακό’ (λύσσαξε). [αρχ. λύσσα -ακό]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λυχνοστάτης, ο [lixno’statis]

    λυχνοστάτης, ο [lixno’statis]: στήριγμα πάνω στο οποίο τοποθετείται το λυχνάρι. [λόγ. < αρχ. λυχνοστάτης]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λώβα, η [‘lova]

    λώβα, η [‘lova]: η ζημιά, η βλάβη. [αρχ. λώβ(η) μεταπλ. -α]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λοΐδι, το [lo’iði]

    λοΐδι, το [lo’iði]: τούφα από μαλλιά που πέφτει στο μέτωπο. [αρχ. λό(φος) –ιδι]. Και: https://ilialang.gr/λόιδο-το-loido/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λιχνάω [lix’nao]

    λιχνάω [lix’nao]: ξεχωρίζω το (βαρύτερο) σιτάρι, από το (ελαφρότερο) άχυρο πετώντας τα στον αέρα. [αρχ. λικμῶ > ελνστ. λικμίζω, λικνίζω (με επίδρ. της λ. λίκνον) > μσν. λιχνώ, λιχνίζω (ανομ. τρόπου άρθρ. [kn > xn] )]. Και: https://ilialang.gr/λιχνίζω-lixnizo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λοβός [lo’vos]

    λοβός, -ή, -ό [lo’vos]: α. (μτφ.) κακός άξεστος άνθρωπος. β. καχεκτικός. [λόγ. < αρχ. λοβός]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λέχρα, η [‘lexra]

    λέχρα, η [‘lexra]: α. η βρομιά. β. άνθρωπος χωρίς ενδοιασμούς: ‘Αυτός είναι μεγάλη λέχρα (είναι παλιάνθρωπος)  [αρχ. λέχρ(ιος) ‘λοξός –α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λεπρής, ο [le’pris]

    λεπρής, ο [le’pris]: ο βρομιάρης. [αρχ. λεπρ(ός) -ής]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λερός [le’ros]

    λερός, -ή, -ό [le’ros]: βρόμικος, βρομερός: ‘Λεροί τοίχοι’. [αρχ. ὀλερός ‘θολός, λασπωμένος΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λειχήνα, η [li’çina]

    λειχήνα, η [li’çina]: εξανθηματική δερματική πάθηση ανθρώπων και ζώων: ‘Έβγαλα μια λειχήνα στο χέρι’. [λόγ. < αρχ. λειχήν ὁ, αιτ. -ῆνα μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ. κατά το λειχήνα 1].

  • λεβίθα, η [le’viθa]

    λεβίθα, η [le’viθa]: παράσιτο των εντέρων. [αρχ. ἕλμινς, ἕλμις, αιτ. ἕλμιθα > ελνστ. υποκορ. *ἑλμίθιον (πρβ. αρχ. ἑλμίνθιον ‘σκουληκάκι΄) > μσν. μεγεθ. *ελμίθα > *λεμίθα (μετάθ. του υγρού συμφ.) > μσν. λεβίθα (με τροπή του χειλ. [m] σε χειλοδοντικό [v] από επίδρ. του οδοντικού [θ] )]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o,  http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λεβέτι, το [le’veti]

    λεβέτι, το [le’veti]: μεγάλο χαλκωματένιο καζάνι με χερούλια. [αρχ. ουσ. λεβήτιον. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf  

  • λάπατο, το [‘lapato]

    λάπατο [‘lapato]: αγριόχορτο. [αρχ. ουσ. λάπαθον]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λαχαίνω [la’çeno]

    λαχαίνω [la’çeno]: για κτ. που συμβαίνει κατά σύμπτωση, κατά τύχη, που είναι αποτέλεσμα τυχαίας επιλογής· τυχαίνω: ‘Σου λαχαίνει το καλό, τότε ρίξτο στο καλό’ (εάν έχεις τύχη τότε συνέχισέ την) [αρχ. λαγχάνω μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. λαχ- (πρβ. αόρ. ἔλαχον)].

  • λαλακιάζω [lala’cazo]

    λαλακιάζω [lala’cazo]: κουράστηκα να μιλάω ασταμάτητα: ‘Λαλάκιασε η γλώσσα μου’ (μάλλιασε η γλώσσα μου). [αρχ. λαλῶ ‘φλυαρώ, τιτιβίζω΄]]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o