Ετικέτα: ΑΡΧΑΙΑ
-
σκιάζαρος, ο [‘scazaros]
σκιάζαρος, ο [‘scazaros]: α. ο άσχημος άντρας. β. το σκιάχτρο για τα ζώα. [αρχ. σκιάζ(ω) -άρος].
-
σκιάζω [‘sciazo]
σκιάζω [‘sciazo]: τρομάζω, φοβίζω κπ.: ‘Mη σκιαχτείτε!’. [αρχ. σκιάζω].
-
σέπομαι [‘sepome]
Σέπομαι [‘sepome]: σαπίζω < [αρχ. σήπομαι ‘σαπίζω’]. Απόσπασμα από δημοτικό τραγούδι “μήλο αν σου στείλω σέπεται…, κυδώνι μαραγκιάζει”.
-
σάϊσμα, το [‘saizma]
σάϊσμα, το [‘saizma]: στρωσίδι από αργαλειό το οποίο υφαίνεται από γίδινο μαλλί. [< σάγισμα < σαγίον < αρχ. σάγος ‘χοντρός μανδύας’]. Όπως και: https://ilialang.gr/σάγισμα-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ρόζος, ο [‘rozos]
ρόζος, ο [‘rozos]: α. σκλήρυνση που εμφανίζεται στο δέρμα της παλάμης και των δακτύλων· (πρβ. κάλος): ‘Έβγαλαν ρόζους τα χέρια μου από το σκάψιμο’. β. σκλήρυνση σε ορισμένο σημείο μάζας ξύλου. γ. (μτφ.) αγύριστο κεφάλι [ίσως αρχ. ὄζος ‘κλαδί, βλαστάρι΄ παρετυμ. ρ(ίζα)].
-
πριόβολος, ο [‘priovolos]
πριόβολος, ο [‘priovolos]: ατσάλινο αντικείμενο, εξάρτημα του τσακμακιού, με το οποίο χτυπούσαν τις τσακμακόπετρες για να βγάλουν σπίθες. [*πυρόβολος με μετάθ. του [r] < αρχ. πυροβόλος ‘που ρίχνει φωτιά΄ (για αναμμένα βέλη) με μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πομπή, η [po’bi]
πομπή, η [po’bi]: διαπόμπευση, διασυρμός, ντροπή, ατιμία, αίσχος, ηθικό παράπτωμα: ‘Όλη η γειτονιά ξέρει τις πομπές της / του’. [αρχ. πομπή (η σημ. μσν. κατά το πομπεύω)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ποδάγρα, η [po’ðaγra]
ποδάγρα, η [po’ðaγra]: χρόνια πάθηση, που προσβάλλει τις αρθρώσεις των ποδιών των ζώων. [λόγ. < ελνστ. ποδάγρα, αρχ. σημ.: ‘παγίδα για τα πόδια΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πλάστιγγα, η [‘plastiga]
πλάστιγγα, η [‘plastiga]: είδος ζυγαριάς για μεγάλα βάρη: ‘Bάλε το σακί στην πλάστιγγα να το ζυγίσουμε’. [λόγ. < αρχ. πλάστιγξ, αιτ. -ιγγα ‘τάσι ζυγαριάς΄]. Βλ.: https://el.wiktionary.org/wiki/πλάστιγγα Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πλίθα, η [‘pliθa]
πλίθα, η [‘pliθa]: πλιθί, χωμάτινος κύβος από χώμα. [αρχ. ἡ πλίνθ(ος) μεταπλ. -α, αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] · πλίθ(α) -ρα κατά το πέτρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πηχτή, η [pi’xti]
πηχτή [pi’xti]: τρόπος μαγειρέματος βραστού χοιρινού (κεφάλι και πόδια). [αρχ. πηκτός, ελνστ. ἡ πηκτή με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. < αρχ. πηκτός]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πιθάρι, το [pi’θari]
πιθάρι, το [pi’θari]: μεγάλων διαστάσεων (συνήθ. πήλινο) αγγείο, με πλατύ στόμιο, χωρίς (ή με μικρές) λαβές, που το χρησιμοποιούσαν για την αποθήκευση και τη διατήρηση υγρών ή ξηρών προϊόντων (λαδιού, κρασιού, καρπών κτλ.): ‘Ένα πιθάρι λάδι’. [ελνστ. ή μσν. πιθάριον υποκορ. του αρχ. πίθος].
-
πήζω [‘pizo]
πήζω [‘pizo]: (μτφ.) τολμώ. ‘Δεν σου πήζει’ (δεν τολμάς). [θ. πηξ- του αρχ. πήγνυμι και σχημ. νέου ενεστ. -ζω αναλ. προς άλλα ρ. με υπερ. σύμφ. στο συνοπτ. θ.: έπλεξα – πλέκω, άνοιξα – ανοίγω].
-
περόνι, το [pe’roni]
περόνι, το [pe’roni]: το καρφί [λόγ. < αρχ. περόνη].
-
πεδουκλώνω [peðu’klono]
πεδουκλώνω [peðu’klono]: εμποδίζω, μπερδεύω, δεσμεύω. [αρχ. ‘πέδη'[συμφυρ. μπερδ(εύω) + (πεδ)ουκλώνω και υποχωρ. αφομ. [e-u > u-u] ]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πασπάλα, η [pa’spala]
πασπάλα, η [pa’spala]: η σκόνη, η άχνη που επικάθεται. [αρχ. πασπάλη ‘το πιο ψιλαλεσμένο αλεύρι΄].
-
παραλοΐζω [paralo’izo]
παραλοΐζω [paralo’izo]: χάνω τα λογικά μου. [λόγ. < αρχ. παραλογίζ(ομαι) -ω].
-
παραλογάω [paralo’γao]
παραλογάω [paralo’γao]: παραληρώ. [< αρχ. παραλογ(ίζομαι) -άω].
-
οργιά, η [o’rʝa]
οργιά, η [o’rʝa]: μονάδα μήκους που αντιστοιχεί με την απόσταση ανάμεσα στα άκρα των χεριών του ανθρώπου, όταν αυτά είναι τεντωμένα: ‘Δύο οργιές σχοινί’. [ελνστ. ὀργυιά (αρχ. ὄργυια) (ορθογρ. απλοπ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ορδινιά, η [orδi’ɲa]
ορδινιά, η [orδi’ɲa]: (επίσης, ορδίνια· ορδινία· ορδουνία· ορδουνιά). α. παραγγελία, εντολή, διαταγή· Διακανονισμός, συμφωνία: να γίνει μία κοινή … ορδινιά διαμέσου των εξουσιαστάδων (Χριστ. διδασκ. 493). β. βάζω τάξη, οργανώνω: (Φαλιέρ., Ρίμ. 29). [< ορδινιάζω ή, πιο πιθ., <ουσ. όρδινος. Ο τ. ία σε έγγρ. του 12. αι., στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Διάφ. τ. της […]