Ετικέτα: ΑΡΧΑΙΑ
-
μουρχούτας, ο [mu’rxutas]
μουρχούτας, ο [mu’rxutas]: ο φαγάς. [αρχ. μουχρούτιν -ας ‘μεγάλη βαθιά πήλινη λεκάνη όπου τοποθετούσαν φαγητό’].
-
μουρχούτα, η [mu’rxuta]
μουρχούτα, η [mu’rxuta]: το βαθύ πιάτο. [αρχ. μουχρούτιν -α ‘μεγάλη βαθιά πήλινη λεκάνη όπου τοποθετούσαν φαγητό’].
-
μολεύω [mo’levo]
μολεύω [mo’levo]: μολύνω. [αρχ. μολ(ύνω) μεταπλ. -εύω (διαφ. το αρχ. μολεύω ‘μεταφυτεύω΄)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μόλεμα, το [‘molema]
μόλεμα, το [‘molema]: η μόλυνση. [αρχ. μολ(ύνω) -εμα (διαφ. το αρχ. μολεύω ‘μεταφυτεύω΄)].
-
μιτάρι, το [mi’tari]
μιτάρι, το [mi’tari]: εξάρτημα αργαλειού με τη βοήθεια του οποίου ανοίγουν το στημόνι για να περάσει η σαΐτα με το υφάδι. [ελνστ. μιτάριον υποκορ. του αρχ. μίτος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
λεπίδι, το [le’piði]
λεπίδι, το [le’piði]: α. το κοφτερό μαχαίρι. β. η λάμα, το κοπίδι. [ελνστ. λεπίδι(ο)ν υποκορ. του αρχ. λεπίς].
-
λειτουργιά, η [litu’rja]
λειτουργιά, η [litu’rja]: άζυμο ψωμί που προσφέρεται στην εκκλησία για να χρησιμοποιηθεί ως άρτος στη Θεία Ευχαριστία· πρόσφορο. [αρχ. λειτουργία: σημδ. γαλλ. ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λάμια, η [‘lamɲa]
λάμια, η [‘lamɲa]: α. νεράιδα: ‘Η γιαγιά λέει ιστορίες με λάμιες στα μικρά!’. β. στρίγγλα, στριμμένη [αρχ. λάμια ‘μπαμπούλας΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κόρυζα, η [‘koriza]
κόρυζα, η [‘koriza]: λοιμώδης ασθένεια που εμφανίζεται στα πουλερικά και στα βοοειδή. [αρχ. κόρυζα ‘μύξα΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κόπανος, ο [‘kopanos]
κόπανος, ο [‘kopanos]: κομμάτι χοντρού ξύλου με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα, όταν τα έπλεναν, για να καθαρίσουν καλύτερα ή χτυπούσαν καρπούς για να τους αποφλοιώσουν και να τους θρυμματίσουν. [ελνστ. ή μσν. κόπανος ὁ < αρχ. κόπανον τό ‘γουδοχέρι΄ μεταπλ. με βάση την αιτ.].
-
κονιδιάρικο, το [koni’ðʝariko]
κονιδιάρικο, το [koni’ðʝariko]: το παιδί που έχει κόνιδες στο κεφάλι του. [μσν. ή ελνστ. κόνιδ(ες) -ιάρικο < αρχ. κονίδες].
-
κολοβό, το [kolo’vo]
κολοβό, το [kolo’vo]: το ζώο που του έχουν κόψει την ουρά. [αρχ. κολοβός].
-
κενώνω [ce’nono]
κενώνω [ce’nono]: βάζω φαγητό στα πιάτα, σερβίρω. [λόγ. < αρχ. κεν(ῶ) -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κανίσκι, το [ka’niski]
κανίσκι, το [ka’niski]: πανέρι που μεταφέρει δώρα για επίσημες εκδηλώσεις, όπως γάμος. [μσν. κανίσκι(ν) < αρχ. κανίσκιον ‘καλαμένιο καλαθάκι΄].
-
θέλημα, το [‘θelima]
θέλημα, το [‘θelima]: εξυπηρέτηση: ‘Θα μου κάνεις ένα θέλημα;’. [αρχ. θέλημα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζυγιά, η [zi’ja]
ζυγιά, η [zi’ja]: α. το ζεύγος. β. η δημοτική ορχήστρα. [ζυγ(ός) -ιά]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γίδι, το [‘γiði]
γίδι, το [‘γiði]: α. η κατσίκα. β. (μτφ.) ο απολίτιστος άνθρωπος. [μσν. γίδιν < αρχ. αἰγίδιον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. της λ. αἴξ ‘κατσίκα΄].
-
βιός, το [‘vʝos]
βιός, το [‘vʝos]: η περιουσία. [μσν. βίος, το (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < αρχ. βίος, ὁ (μεταπλ.)· αποβ. του τελικού [s] κατά τα άλλα ουδ. σε -ο].
-
βίκα, η [‘vika]
βίκα, η [‘vika]: η στάμνα από πηλό. [αρχ. βῖκος ‘μικρό πιθάρι’].