Ετικέτα: ΑΡΧΑΙΑ

  • σκουσμάρι, το [sku’zmari]

    σκουσμάρι, το [sku’zmari]: θρήνος, γόος [< σκούζω ενεργ. του αρχ. σκύζομαι ‘είμαι εξαγριωμένος΄ (χωρίς τροπή [u > y > i]]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σκούζω [‘skuzo]

    σκούζω [‘skuzo]: οδύρομαι, φωνάζω. [ενεργ. του αρχ. σκύζομαι ‘είμαι εξαγριωμένος’ (χωρίς τροπή [u > y > i], δες Υ)].

  • σκνίπα, η [‘sknipa]

    σκνίπα, η [‘sknipa]: α. το έντομο σκνίψ. β. ο μεθυσμένος. [αρχ. σκνίψ ὁ, αιτ. σκνίπα μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ. και τον πληθ. ίσως κατά το μύγα]. Και: https://ilialang.gr/σαπιοκούνουπο-το-sapʝokunupo/

  • σκλήθρα, η [‘skliθra]

    σκλήθρα, η [‘skliθra]: το σκλήθρο. [αρχ. κλήθρα και με ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-kl > tiskl > tis-skl] ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σκιζάρι, το [ski’zari]

    σκιζάρι, το [ski’zari]: το σχισμένο ξύλο. [μσν. σκίζ(ω) – άρι < αρχ. σχίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] · λόγ. < αρχ. σχίζω].

  • σάγισμα, το [‘saγizma]

    σάγισμα, το [‘saγizma]: μικρό χαλί κατασκευασμένο από τραγόμαλλο. [< σάγισμα < σαγίον < αρχ. σάγος ‘χοντρός μανδύας’]. Όπως και: https://ilialang.gr/σάϊσμα-το/

  • ράνω [‘rano]

    ράνω [‘rano]: κάνω. [αρχ. ῥαίνω].

  • προκάνω [pro’kano]

    προκάνω [pro’kano]: προλαβαίνω: ‘Δεν προκάνω κοκόνα μου’. [αρχ. προκάμνω ‘μοχθώ από πριν’ κατά το κάμνω > κάνω (δες λ.) < προ- κάνω].

  • ποριά, η [po’rʝa]

    ποριά, η [po’rʝa]: πρόχειρη πόρτα στο μαντρί. [λόγ. < αρχ. πόρος -ιά ].

  • πλύμα, το [‘plima]

    πλύμα, το [‘plima]: α. νερό με πίτουρα, που δίνεται για το τάισμα των γουρουνιών. β. το ακάθαρτο νερό, που προέρχεται από πλύσιμο. [αρχ. πλύμα]. Και: https://ilialang.gr/λάμα-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • πηλάλα, η [pi’lala]

    πηλάλα, η [pi’lala]: το τρέξιμο: ‘Έριξα μια πηλάλα!’. [πηλαλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.) < ίσως < αρχ. ἐπήλασα αόρ. του ἐπελαύνω ‘καλπάζω εναντίον’]]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πάχνη, η [‘paxni]

    πάχνη, η [‘paxni]: η πρωινή παγωμένη δροσιά. [αρχ. πάχνη].

  • παραβολιάζω [paravo’ʎazo]

    παραβολιάζω [paravo’ʎazo]: βόσκω τα πρόβατα στην άκρη του χωραφιού. [λόγ. < αρχ. παραβολ(ή) -ιάζω].

  • όψιμος [‘opsimos]

    όψιμος, -η, -ο [‘opsimos]: αυτός που αργεί να γίνει. [αρχ. ὄψιμος].

  • όρνιο, το [‘orɲo]

    όρνιο, το [‘orɲo]: α. ο γύπας. β. ο βλάκας, ο ηλίθιος. [αρχ. ὄρνεον (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) ‘πουλί’, η χρήση της λ. για μεγάλα πουλιά αρχίζει να εξειδικεύεται κατά την ελνστ. εποχή]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ξέλαση, η [‘kselasi]

    ξέλαση, η [‘kselasi]: η προσφορά εθελοντικής εργασίας άνευ αποδοχών. [αρχ. εξέλασις]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ντράφος, ο [‘ndrafos]

    ντράφος, ο [‘ndrafos]: μεγάλη γράνα, τάφρος. [λόγ. < αρχ. τάφρος]. Όπως και: https://ilialang.gr/τράφος-ο/

  • νογάω [no’γao]

    νογάω [no’γao]: αρχίζω να καταλαβαίνω: ‘Aυτός δε νογάει ντιπ’. [μσν.(;) νογώ < αρχ. νοῶ με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • νάκα, η [‘naka]

    νάκα, η [‘naka]: πρόχειρη κούνια μωρού φτιαγμένη από ένα πανί και δυο ραβδιά. [αρχ. νάκ(η) -α].

  • μώρα, η [‘mora]

    μώρα, η [‘mora]: προσωρινή έλλειψη αντίληψης. [αρχ. μωρ(ός) -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o