Ετικέτα: ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΓΕΝΟΣ
-
μπαχτσές, ο [bax’tses]
μπαχτσές, ο [bax’tses]: ο κήπος. [-χτσ-: τουρκ. bahçe -ς (από τα περσ.)· -ξ-: αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [xs > ks] ]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντεφεκές, ο [defe’kes]
ντεφεκές, ο [defe’kes]: η άσπρη πέτρα: ‘Πήρε έναν ντεφεκέ και έσουρε να με τρομάξει’. (σήκωσε μια πέτρα και ήρθε προς το μέρος μου για να με τρομάξει). Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρεντές, ο [re’des]
ρεντές, ο [re’des]: α. είδος τρίφτη. β. πλάνη. [τουρκ. rende ‘τρίφτης’].
-
τσακουμάκης, ο [tsaku’makis]
τσακουμάκης, ο [tsaku’makis]: ο γρήγορος [τουρκ. çakmak < τσακμάκ(ι) -άκης].
-
παραστημός, ο [parasti’mos]
παραστημός, ο [parasti’mos]: το μπροστινό μέρος του αγρού.
-
μαυρόκαμπος, ο [ma’vrokambos]
μαυρόκαμπος, ο [ma’vrokambos]: ο μεγάλος κάμπος. [< μαύρ(ο) -ο- κάμπος].
-
αητορίχης, ο [aito’riçis]
αητορίχης, ο [aito’riçis]: ψάρι ποταμιού. [ίσως, αητ(ός) -ο- ρηχ(ά) -ης].
-
αλογοβορός, ο [aloγovo’ros]
αλογοβορός, ο [aloγovo’ros]: μέρος με νερό όπου πηγαίνουν τα άλογα. [άλογ(ο) -ο- βορ(ά) -ός].
-
σκάρος, ο [‘skaros]
σκάρος, ο [‘skaros]: ο χρόνος βοσκής. [< ελνσ. σκάρος, το ‘πηδηματάκι’].
-
κόφτης, ο [‘koftis]
κόφτης, ο [‘koftis]: το ξύλινο μαχαίρι. [κοπ- (κόβω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ].
-
τσαχαγιάς [tsaxa’jas]
τσαχαγιάς [tsaxa’jas]: ο τυροκόμος.
-
τσέλιγκας, ο [‘tseliŋgas]
τσέλιγκας, ο [‘tseliŋgas]: αυτός που έχει μεγάλα κοπάδια ζώων: ‘Αυτός είναι τσέλιγκας. Κατέχει ούλο το χωριό!’ [< σλαβ. çelnik ‘αρχηγός’ -ας].
-
προβατάς, ο [prova’tas]
προβατάς, ο [prova’tas]: ο βοσκός. [πρόβατ(ο) -ας].
-
αράπης, ο [a’rapis]
αράπης, ο [a’rapis]: το μαύρο σκυλί. [τουρκ. Arap -ης < αραβ. ῾Arab].
-
τριλείρης, ο [tri’liris]
τριλείρης, ο [tri’liris]: πετεινός με τρία λειριά. [< τρι(α) + λειρ(ί) -ης].
-
πετρωτή, η [petro’ti]
πετρωτή, η [petro’ti]: κότα με άσπρα και μαύρα πούπουλα. [< πέτρ(α) -ωτή].
-
χερόμυλος, ο [çe’romilos]
χερόμυλος, ο [çe’romilos]: μύλος που τον γυρίζουν με το χέρι. [χερ-: ελνστ. χειρόμυλος κατά το χέρι· χειρ-: λόγ. επίδρ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαρλαύτης, ο [xa’rlaftis]
χαρλαύτης, ο [xa’rlaftis]: υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τον πολυφαγά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαλκιάς, ο [xa’lcas]
χαλκιάς, ο [xal’cas]: αυτός που κατεργάζεται το χαλκό. || σιδεράς. [μσν. χαλκιάς < *χαλκέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. χαλκεύς, αιτ. -έα].
-
φώλος, ο [‘folos]
φώλος, ο [‘folos]: το φώλι, το αυγό που βάζουν στη φωλιά για να κλωσίσει η κότα. [< φώλ(ι) –ος]. Και: https://ilialang.gr/φώλι-το-foli/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o