Ετικέτα: ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΓΕΝΟΣ

  • λούπος, ο [‘lupos]

    λούπος, ο [‘lupos]: αυτός που έχει μεγάλα αυτιά. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • λιούτσος, ο [‘ʎutsos]

    λιούτσος, ο [‘ʎutsos]: προσωνύμιο του ονόματος “Ηλίας”: ‘Γεια σου Λιούτσο!’.

  • λαμπίκος, ο [la’mbikos]

    λαμπίκος, ο [la’mbikos]: ο καθαρός. [μσν. λαμπίκον (& μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.) αντδ. < αραβ. al-ambīq ή μέσω του βεν. lambico < ελνστ. ἄμβιξ ‘κάδος για διύλιση΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λάμπαδος, ο [la’mbaðos]

    λάμπαδος, ο [la’mbaðos]: η μεγάλη φωτιά: ‘Έπιασε ένας λάμπαδος και ξάκρισαν τα ζωντανά!’. [λαμπάδ(α) -ος].

  • λάλας, ο [‘lalas]

    λάλας, ο [la’las]: ο μικρός αδελφός: ‘Ήρθε η μητέρα με τον λάλα της’. [τουρκ. lala, περσ. προέλ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λάζος, ο [‘lazos]

    λάζος, ο [‘lazos]: χωράφι μέσα στο δάσος. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κωλαρέντζος, ο [kola’rendzos]

    κωλαρέντζος, ο [kola’rendzos]: (μτφ.) αυτός που έχει μεγάλα οπίσθια.

  • κρεμανταλάς, ο [kremanda’las]

    κρεμανταλάς, ο [kremanda’las]: α. ξύλο με διχάλες στο οποίο κρεμάνε οι τσοπάνηδες τα αγγεία τους. β. (μτφ.) ψηλός και άχαρος άντρας: Και: https://ilialang.gr/μαγκλαράς-ο-manglaras/. [< *κρεμομανταλάς με απλολ. [moma > ma] < κρεμ(ώ) -ο- + μανταλ(άκι) -άς· κρεμανταλ(άς) -ού]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κουτσαβλιάρης, ο [kutsa’vʎaris]

    κουτσαβλιάρης, ο [kutsa’vʎaris]: ο κουτσός, ο ανήμπορος: ‘Ο κακομοίρης είναι κουτσαβλιάρης’. [κουτσ(ός) -αβλιάρης].

  • κούτουλας, ο [‘kutulas]

    κούτουλας, ο [‘kutulas]: πέτρινη λαξευμένη μικρή λεκάνη που χρησιμοποιείται στις βρύσες για να πίνουν νερό συνήθως τα ζώα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κόπανος, ο [‘kopanos]

    κόπανος, ο [‘kopanos]: κομμάτι χοντρού ξύλου με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα, όταν τα έπλεναν, για να καθαρίσουν καλύτερα ή χτυπούσαν καρπούς για να τους αποφλοιώσουν και να τους θρυμματίσουν. [ελνστ. ή μσν. κόπανος ὁ < αρχ. κόπανον τό ‘γουδοχέρι΄ μεταπλ. με βάση την αιτ.].

  • κολλέγας, ο [ko’leγas]

    κολλέγας, ο [ko’leγas]: α. ο συνεργάτης. β. φιλική προσφώνηση για άντρα οικείο: ‘Πού’σαι/Γεια σου ρε κολλέγα’. [γαλλ. collegue]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κλουβίτης, ο [klu’vitis]

    κλουβίτης, ο [klu’vitis]: α. το χαλασμένο αυγό. β. (μτφ.) αυτός που δεν έχει μυαλό: ‘Είσαι μπίτ κλουβίτης, δόλιε!’. [< παλ. σλαβ. kûlvati ‘κλωσάω΄(;) με μετάθ. του υγρού [l] -ίτης].

  • κλειδουκράτορας, ο [kliðu’kratoras]

    κλειδουκράτορας, ο [kliðu’kratoras]: (ειρων.) αυτός που είναι υπεύθυνος για την ζωντανά. [κλειδ(ι) -ου- + κράτ(ωρ) -ορας]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κλανιάρης, ο [kla’ɲaris]

    κλανιάρης, ο [kla’ɲaris]: α. αυτός που αερίζεται συνέχεια. β. ο φοβιτσιάρης: ‘Άκουσε τον θόρυβο και έτρεξε ο κλανιάρης’. [κλαν(ιά) -ιάρης].

  • κεψές, ο [ke’pses]

    κεψές, ο [ke’pses]: μεγάλη τρυπητή κουτάλα. [τουρκ. kepçe]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κερνατζής, ο [kerna’dtzis]

    κερνατζής, ο [kerna’dtzis]: αυτός που κερνάει, συνήθως κρασί. [κερνά(ω) -τζής]. Όπως και: https://ilialang.gr/κεραστής-ο-kerastis/

  • κατσιμπούχερας, ο [katsi’mbuçeras]

    κατσιμπούχερας, ο [katsi’mbuçeras]: ο καλικάντζαρος. Και: https://ilialang.gr/κατσιμπουχέρια/

  • κασιδιάρης, ο [kasi’ðʝaris]

    κασιδιάρης, ο [kasi’ðʝaris]: α. αυτός που έχει κασίδα και δεν έχει μαλλιά. β. ο παλιάνθρωπος. [κασίδ(α) -ιάρης]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • καρντάσης, ο [ka’rdasis]

    καρντάσης, ο [ka’rdasis]: ο φίλος, ο αδελφός: ‘Γεια σου ωρέ καρντάση, φίλε μου’. [τουρκ. (διαλεκτ.) kardaş -ης].