Ετικέτα: ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΓΕΝΟΣ
-
μπελώνης, ο [be’lonis]
μπελώνης, ο [be’lonis]: ονομασία ασπρόμαυρου σκυλιού.
-
μπεζαχτάς, ο [beza’xtas]
μπεζαχτάς, ο [beza’xtas]: το συρτάρι του τραπεζιού: ‘Τήρα στον μπεζαχτά, μέσα’. [τουρκ. bezahta -ς].
-
μπαξές, ο [ba’kses]
μπαξές, ο [ba’kses]: το περιβόλι, ο κήπος. [-χτσ-: τουρκ. bahçe -ς (από τα περσ.)· -ξ-: αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [xs > ks] ].
-
μπαμπέσης, ο [ba’besis]
μπαμπέσης, ο [ba’besis]: ο προδότης. [αλβ. pabes(ë) -ης με ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b]· μπαμπέσ(ης) -α].
-
μπαλτάς, ο [ba’ltas]
μπαλτάς, ο [ba’ltas]: ο πέλεκυς, το τσεκούρι. [τουρκ. balta -ς· ηχηροπ. [t > d] από επίδρ. του [l] ].
-
μπαγάσας, ο [ba’γasas]
μπαγάσας, ο [ba’γasas]: α. ο διεφθαρμένος άνδρας, ο παλιάνθρωπος. β. χαρακτηρισμός για οικείο πρόσωπο χωρίς αρνητική συνδήλωση: ‘Πού είσαι βρε μπαγάσα;’. [μσν. μπαγάσα ‘πόρνη’ -ς < ιταλ. bagascia].
-
μουστερής, ο [muste’ris]
μουστερής, ο [muste’ris]: αγοραστής ή πελάτης και με επέκταση αυτός που ενδιαφέρεται για κτ. με σκοπό να το αποκτήσει. [τουρκ. müşteri -ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μουρχούτας, ο [mu’rxutas]
μουρχούτας, ο [mu’rxutas]: ο φαγάς. [αρχ. μουχρούτιν -ας ‘μεγάλη βαθιά πήλινη λεκάνη όπου τοποθετούσαν φαγητό’].
-
μουρντάρης, ο [mu’rdaris]
μουρντάρης, ο [mu’rdaris]: αυτός που επιδιώκει ή έχει πολλές, συνήθ. εξωσυζυγικές, ερωτικές δραστηριότητες: ‘Είναι ένας μουρντάρης αυτός!’. [τουρκ. murdar ‘βρομιάρης΄ -ης· μουρντάρ(ης) -α].
-
μουνομαγεμένος, ο [munomaγe’menos]
μουνομαγεμένος, ο [munomaγe’menos]: ο υποτακτικός μιας γυναίκας. [μουν(ί) -ο- μαγεμένος].
-
μούλος, ο [‘mulos]
μούλος, ο [‘mulos]: ο νόθος, ο μπάσταρδος: ‘Μούλε!’. [ιταλ. mulo ‘μουλάρι, μπάσταρδος΄ -ς· μούλ(ος) -α].
-
μόρτης, ο [‘mortis]
μόρτης, ο [‘mortis], μόρτισσα, η [‘mortisa]: το αλάνι, το κουτσαβάκι. [ίσως τουρκ. (λαϊκ.) morti ‘πεθαμένος΄ -ς < ιταλ. morti πληθ. της λ. morto ‘πεθαμένος΄· μόρτ(ης) -ισσα].
-
μοναρχίδης, ο [mona’rxiðis]
μοναρχίδης, ο [mona’rxiðis]: το ζώο που έχει μόνο έναν όρχη. [μόν(ος) αρχίδ(η) -ης].
-
μερέλας, ο [me’relas]
μερέλας, ο [me’relas]: ο βλάκας.
-
μαχαλάς, ο [maxa’las]
μαχαλάς, ο [maxa’las]: γειτονιά ή συνοικία: ‘Πάω στον πάνω μαχαλά’. [τουρκ. mahall(e) (από τα αραβ.) -άς].
-
μαστραπάς, ο [mastra’pas]
μαστραπάς, ο [mastra’pas]: μικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως πόσιμου νερού ή κρασιού. [μσν. μαστραπάς < τουρκ. maşrapa -ς με ανάπτ. [t] για διευκόλυνση της άρθρ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μασκαλιάρης, ο [maska’ʎaris]
μασκαλιάρης, ο [maska’ʎaris]: ο δεύτερος στη σειρά εργάτης από αυτούς που οργώνουν.
-
μανιαμούνιας, ο [maɲa’muɲas]
μανιαμούνιας, ο [maɲa’muɲas]: αυτός που εξαρτάται από την μητέρα ή την γυναίκα του.
-
μαλαγάνας, ο [mala’γanas]
μαλαγάνας, ο [mala’γanas]: α. ο καταφερτζής. β. ο πολυλογάς. [ίσως ισπαν. malagana ‘λιποθυμία΄ & -ς]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λωβούλης, ο [lo’vulis]
λωβούλης, ο [lo’vulis]: ο κακός άνθρωπος. [ίσως, λωβός ‘λεπρός’ -ούλης]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html