Ετικέτα: ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΓΕΝΟΣ
-
φούσκος, ο [‘fuskos]
φούσκος, ο [‘fuskos]: α. το πέσιμο. β. η σφαλιάρα: ‘Του έδωσα έναν φούσκο και έπεσε κάτω’. [φούσκ(α) -ος].
-
τσιμπλής, ο [tsi’blis]
τσιμπλής, ο [tsi’blis]: φανάρι με πετρέλαιο, χωρίς γυαλί. [τσίμπλ(α) -ής].
-
τσιλιμίγκρας, ο [tsili’mingras]
τσιλιμίγκρας, ο [tsili’mingras]: ο μικρόσωμος. ‘Κοίτα τον! Σαν τσιλιμίγκρας είναι!’
-
τσίλης, ο [‘tsilis]
τσίλης, ο [‘tsilis]: το ολόλευκο άλογο.
-
τσατουμάς, ο [tsatu’mas]
τσατουμάς, ο [tsatu’mas]: λεπτό χώρισμα σπιτιού από πήχεις, ή καλάμια κολλημένα με χώμα. [τουρκ. çatma ανάπτυξη /u/].
-
τσάρκος, ο [‘tsarkos]
τσάρκος, ο [‘tsarkos]: χώρος εντός του στάβλου για τα αρνιά. [ίσως, τουρκ. çarka ‘περιπολία ελαφρού πεζικού μπροστά από το κύριο στράτευμα’].
-
τσαμπάσης, ο [tsa’mbasis]
τσαμπάσης, ο [tsa’mbasis]: ο έμπορος ζώων κυρίως αλόγων. [τουρκ. cambaz -ης με αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.].
-
τρουπίτης, ο [tru’pitis]
τρουπίτης, ο [tru’pitis]: (μτφ.) αυτός που αγοράζει βερεσέ ή δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του. [τρύπ(α) -ίτης].
-
τράφος, ο [‘trafos]
τράφος, ο [‘trafos]: γούβα, χαντάκι. [λόγ. < αρχ. τάφρος ἡ· μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος (πρβ. μσν. ο τράφος < η τάφρος με μετάθ. του [r] )]. Και: https://ilialang.gr/ντράφος-ο/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
τράστο, το [‘trasto]
τράστο, το [‘trasto]: ταγάρι αργαλειού. [μσν. τάγιστρον < ταγισ- (ταγίζω δες στο ταΐζω) -τρον > *τάιστρο με αποβ. του μεσοφ. [j] > *τάστρο με αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ. > τράστο με μετάθ. του [r] ]. Και: https://ilialang.gr/ταγάρι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τραγόπαπας, ο [tra’γopapas]
τραγόπαπας, ο [tra’γopapas]: (μτφ.) ο ασουλούπωτος, ακούρευτος ή παχύς ιερέας. [τράγ(ος) -ο- + παπ(άς) -ας].
-
τζερεμές, ο [dzere’mes]
τζερεμές, ο [dzere’mes]: α. αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση, άδικη ζημιά. β. (μτφ.) άνθρωπος παλιάνθρωπος, τιποτένιος. [τουρκ. cereme ‘πρόστιμο’ (από τα αραβ.) -ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τελάλης, ο [te’lalis]
τελάλης, ο [te’lalis]: ο κήρυκας. [τελ-: μσν. *τελάλης (πρβ. μσν. τελάλισσα) < τουρκ. tellâl (από τα αραβ.) -ης· ντελ-: ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-te > tonde > ton-de] ].
-
τατάς, ο [ta’tas]
τατάς, ο [ta’tas]: ο πατέρας: ‘Αυτός είν’ ο τατάς του’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σύρτης, ο [‘sirtis]
σύρτης, ο [‘sirtis]: α. εξάρτημα της κλειδωνιάς. β. (μτφ.) αυτός που μεταφέρει κλεμμένα ζώα από τόπο σε τόπο. [ελνστ. σύρτης ‘σκοινί για τράβηγμα’]. Και: https://ilialang.gr/μάνταλο-το-mandalo/
-
στούμπος, ο [‘stumbos]
στούμπος, ο [‘stumbos]: α. ξύλινος συνήθ. κόπανος: ‘θα στουμπίσω το αραποσίτι’. β. (μτφ., ειρ.) για άνθρωπο πολύ κοντό και χοντρό: ‘Είναι σαν στούμπος’. γ. ο κακός μαθητής: ‘Είναι τελείως στούμπος πάντως’. [σλαβ. stonpa(;)].
-
σοφράς, ο [so’fras]
σοφράς, ο [so’fras]: τραπέζι φαγητού ανατολικού τύπου, πολύ χαμηλό, στρογγυλό και ξύλινο. [τουρκ. sofra (από τα αραβ.) -ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σκούρκος, ο [‘skurkos]
σκούρκος, ο [‘skurkos]: το σερσέγκι.
-
σκουράτζος, ο [sku’randzos]
σκουράτζος, ο [sku’randzos]: η ρέγγα: ‘Πάρε έναν σκουράτζο’.
-
σκουληκοπούτσης, ο [skuliko’putsis]
σκουληκοπούτσης, ο [skuliko’putsis]: αυτός που έχει μικρό πέος. [σκουλήκ(ι) -ο πούτσ(ος) -ης].