Ετικέτα: ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΓΕΝΟΣ
-
αναφακάς, ο [anafa’kas]
αναφακάς, ο [anafa’kas]: α. η αναπνοή, η ανάσα. β. η σίτιση, η φροντίδα. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
άμπουλας, ο [Ꞌambulas]
άμπουλας, ο [Ꞌambulas]: μεγάλη πηγή νερού, η αρχή του αυλακιού με νερό. [α- + σλβ. vǫblŭ ‘πηγή’ -ας].
-
αμπλαούμπλας, ο [ablaꞋublas]
αμπλαούμπλας, ο [ablaꞋublas]: α. ο κακοφτιαγμένος. β. αυτός που ‘σαχλαμαρίζει’, φλύαρος. [α- + λόγ. < γαλλ. bla-bla & μέσω του αγγλ. blaa-blaa].
-
άμπακος, ο [Ꞌambakos]
άμπακος, ο [‘ambakos]: στη Φράση: ”Εφαγε τον άμπακο’ (υπερβολικά) [< άμπακος ‘σχολική πλάκα (που είχε στρωμένη άμμο για γράψιμο)΄, κατ΄ επέκτ.: ’πολύ σαν την άμμο“ αντδ. < ιταλ. abbaco -ς < λατ. abacus < αρχ. ἀβακ- (ἄβαξ δες άβακας) και μεταπλ. άμπακ(ος) -ας]. Και: https://ilialang.gr/άμπακας-ο-abakas/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αλωνάρης, ο [aloꞋnaris]
αλωνάρης, ο [alo’naris]: α. ο αλωνιστής. β. ο μήνας Iούλιος. [αλών(ι) -άρης]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αλογοσούρτης, ο [aloγoꞋsurtis]
αλογοσούρτης, ο [aloγo’surtis]: ο αλογοκλέφτης. [άλογο + σ(έρνω) < σούρ(νω) -της]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αλμπάνης, ο [aꞋlbanis]
αλμπάνης, ο [a’lbanis]: α. πεταλωτής. β. (μτφ.) άπειρος και αδέξιος: ‘Μπαγάσα, είσαι μπίτι αλμπάνης’. [τουρκ. nalbant (από τα περσ.) -ης με αποβ. του αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αλατζάς, ο [alaꞋndzas]
αλατζάς, ο [ala’ndzas]: βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας: ‘Φουστάνι από αλατζά’. [τουρκ. alaca -ς]. (Κανελλακόπουλος).
-
αλατάρης, ο [alaꞋtaris]
αλατάρης, ο [alaꞋtaris]: ξύλινο δοχείο για το αλάτι. [αλάτ(ι) -άρης]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ακούτραφας, ο [aꞋkutrafas]
ακούτραφας, ο [aꞋkutrafas]: αυχένας. [μσν. α– *κούτρ(α) ‘κεφάλι’ -αφας (πρβ. μσν. κουτρούλης) < λατ. scutra με αποβ. του [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και στην αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-sk > tisk > tis-k] ]. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ακαμάτης [akaꞋmatis]
ακαμάτης, -τρα [akaꞋmatis]: τεμπέλης: ‘Είναι ακαμάτης, ανεπρόκοπος’ [μσν. ακαμάτης < α- κάματ(ος) -ης· ακαμάτ(ης) -ισσα· ακαμά(της) -τρα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγύριστος, ο [aꞋʝiristos]
αγύριστος, ο [aꞋʝiristos]: ο διάβολος. [α- γυρ(ίζω) -ιστος]. Και: https://ilialang.gr/αγύριγος/
-
αγλέγουρας, ο [a’γleγuras]
αγλέγουρας, ο [a’γleγuras]: είδος δηλητηριώδους φυτού. Φράση: τρώω τον αγλέγουρα, πάρα πολύ. [αρχ. ἑλλέβορος > *ελέβουρος ([o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [r]) > *αλέβουρος (τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-el > enal > en-al]) > *αλέουρος (με αποβ. του μεσοφ. [v]) και μεταπλ. […]
-
αβούλιαρος, ο [a’vuʎaros]
αβούλιαρος, ο [a’vuʎaros]: είδος βελονοειδούς φυτού.
-
ψωριάρης, ο [pso’rʝaris]
ψωριάρης, ο [pso’rʝaris]: (μτφ.) ο ακοινώνητος: ‘Πού πας ωρέ ψωριάρη!’. [ψώρ(α) -ιάρης].
-
ψόφος, ο [‘psofos]
ψόφος, ο [‘psofos]: α. το πολύ κρύο. β. θανατηφόρος αρρώστια. [αρχ. ψόφος ‘θόρυβος΄].
-
χούφταλο, το [‘xuftalo]
χούφταλο, το [‘xuftalo]: χαρακτηρισμός για άνθρωπο αδύνατο και γέρικο. [χούφτ(α) -αλο].
-
χερόλαιμος, ο [çe’rolemos]
χερόλαιμος, ο [çe’rolemos]: α. αυτός που αρπάζει τον άλλον από τον λαιμό. β. αρρώστια στο στόμα χοιρινών. [χέρ(ι) -ο- λαιμος]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
χαμάλης, ο [xa’malis]
χαμάλης, ο [xa’malis]: αυτός που δουλεύει χωρίς πληρωμή [τουρκ. hamal (από τα αραβ.) -ης].
-
χαλιάς, ο [xa’ʎas]
χαλιάς, ο [xa’ʎas]: ο τόπος που έχει πολύ χαλίκι, η ποταμιά. [χαλ(ίκι) -ιας < μσν. χαλίκι(ν) < *χαλίκιον υποκορ. του αρχ. χάλιξ, ὁ, ἡ].