Ετικέτα: ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΓΕΝΟΣ
-
λαδάς, ο [la’ðas]
λαδάς, ο [la’ðas]: ο ιδιοκτήτης ελαιώνα. [λάδ(ι) -ας].
-
λιοτριβιάρης, ο [ʎotri’vʝaris]
λιοτριβιάρης, ο [ʎotri’vʝaris]: ο ιδιοκτήτης ελαιώνα. [λιο- τρίβ(ω) -ιάρης].
-
λαμπριάτης, ο [la’mbriatis]
λαμπριάτης, ο [la’mbriatis]: το αρνί του Πάσχα. [Λαμπρ(ή) -ιάτης].
-
αϊτορήχης, ο [aito’rixis]
αϊτορήχης, ο [aito’rixis]: είδος ποταμίσιου ψαριού. [αετ(ός) -ο- ρηχ(ά) -ης].
-
αϊτονύχης, ο [aito’nixis]
αϊτονύχης, ο [aito’nixis]: είδος αμπελιού. [αετ(ός) -ο- νύχ(ι) -ης].
-
ματσαράγκας, ο [matsa’rangas]
ματσαράγκας, ο [matsa’rangas]: ο απατεώνας: ‘Ήρθε κι εκείνος ο ματσαράγκας και τον γιουχάραν ούλοι’.
-
μαχιάς, ο [ma’ças]
μαχιάς, ο [ma’ças]: η κορυφή μιας στέγης. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νεροπούλος, ο [nero’pulos]
νεροπούλος, ο [nero’pulos]: αυτός που καθορίζει το μοίρασμα του νερού που θα χρησιμοποιηθεί για το πότισμα στα χωράφια. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νταβλαράς, ο [davla’ras]
νταβλαράς, ο [davla’ras]: μεγαλόσωμος: ‘Ήσαντε δύο νταβλαράδες, ίσαμε κει πάνου’. [τουρκ. dağlar πληθ. της λ. dağ ‘βουνό΄ -άς, με τροπή του g σε β, από φρ. όπως dağlar kadar “σαν τα βουνά”, δηλ. τεράστιος, dağlar anasι για μεγαλόσωμη γυναίκα].
-
ξώμαχος, ο [‘ksomaxos]
ξώμαχος, ο [‘ksomaxos]: (μτφ.) αυτός που εργάζεται στα χωράφια. [ξω + μάχ(η) -ος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
όχτος, ο [‘oxtos]
όχτος, ο [‘oxtos]: α. η όχθη. β. για κάθε προεξοχή του εδάφους, ιδίως μικρή, που μοιάζει με όχθη ποταμού. [αρχ. ὄχθος με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λετσής, ο [le’tsis]
λετσής, ο [le’tsis]: άνθρωπος αναξιοπρεπής, άξιος καταφρόνησης: ‘Είναι λετσής και βρωμερός’ (κακός και επικύνδινος). [ιταλ. lezzo ‘βρόμα΄ -ης]. Και: https://ilialang.gr/λέτσος-ο-letsos/
-
μπουλαμάς, ο [bula’mas]
μπουλαμάς, ο [bula’mas]: το φιλοδώρημα στα παιδιά τις γιορτές. [βεν. bonama(n) -ς με τροπή ν σε λ]. Και: https://ilialang.gr/μπουλαμάς-ο/
-
μπουγάς, ο [bu’γas]
μπουγάς, ο [bu’γas]: αρσενικό χρονιάρικο βόδι. [τουρκ. boğa -ς ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπέλεχας, ο [‘belexas]
μπέλεχας, ο [‘belexas]: το ποντίκι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπασκίνας, ο [ba’skinas]
μπασκίνας, ο [ba’skinas]: χωροφύλακας. [μπασκίν(ι) -ας < τουρκ. baskιn `ξαφνική επιδρομή της αστυνομίας΄ -ι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπακαβάς, ο [baka’vas]
μπακαβάς, ο [baka’vas]: το μεγάλο και στρογγυλό πεπόνι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μαχτός, ο [ma’xtos]
μαχτός, ο [ma’xtos]: τροφή για τα γουρούνια. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μποκές, ο [bo’kes]
μποκές, ο [bo’kes]: η ανθοδέσμη. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
νόχτος, ο [‘noxtos]
νόχτος, ο [‘noxtos]: η όχθη του χωραφιού. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf