Ετικέτα: ΑΡΑΒΙΚΗ

  • τζάντζαλο, το [‘dzandzalo]

    τζάντζαλο, το [‘dzandzalo]: κουρέλι. [μσν. *τζάντζαλο (πρβ. μσν. τζάντζαλος ‘κουρελιάρης’) ίσως από τα αραβ.].

  • μπιχλιμπίδι, το [bixli’biði]

    μπιχλιμπίδι, το [bixli’biði]: α. διακοσμητικά μικροκατασκευάσματα. β. (στον πληθυντικό) γεννητικά όργανα. [μπιχλιμπίδι < ίσως αναδιπλ. τύπος του αραβ. bihl ‘ασήμαντη ποσότητα, ψιλοπράγματα’].

  • δραγουμάνος, ο [ðraγu’manos]

    δραγουμάνος, ο [ðraγu’manos]: ο άρχοντας, ο αγγελιοφόρος, το αφεντικό. [<αραβ. tarğumān -ος (Kahane, GR II 18)· πβ. ιταλ. dragomanno – βεν. dragoman. Ο τ. τζουρτζ <αραβ. turjuman (Καραποτόσογλου 1983: 402)· πβ. ιταλ. turcimanno. Η λ. στο Meursius (λ. δραγόμενοι), στο LBG και σήμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δράμι, το [‘ðrami]

    δράμι, το [‘ðrami]: παλαιότερη μονάδα βάρους, το ένα τετρακοσιοστό (1/400) της οκάς. [αντδ. < μσν. δράμι(ον) < αραβ. dirhem ( [-ém] ) με μετάθ. του [r], κατά τη σημ. του τουρκ. dirhem ( [-ém], μετακ. τόνου;) < αρχ. δραχμή ‘μικρή μονάδα βάρους, δραχμή΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γουλάς, ο [γu’las]

    γουλάς, ο [γu’las]: τόπος με ακρόπολη, με φρούριο. [< αραβοτουρκ. kule. Πβ. και γούλαιον. Ο τ. γούλας και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Meursius (‑ά) και σήμ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αζάπικος [a’zapikos]

    αζάπικος, -η, -ο [a’zapikos]: απείθαρχος, ανυπότακτος: ‘Είναι αζάπικο παιδί’ [αραβ. ’azab’ ‘γενίτσαρος’ + -ικος. H λ. στο Meursius]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • φαρί, το [fa’ri]

    φαρί, το [fa’ri]: το βαρβάτο άλογο. [μσν. φαρίν (από τα αραβ.)].