Ετικέτα: ΑΚΛΙΣΙΑ
-
γεμίδια, τα [ʝe’miðʝa]
γεμίδια, τα [ʝe’miðʝa]: άχρηστα κομμάτια ρούχων που χρησιμοποιούνται για γέμισμα (π.χ. μαξιλάρια). [αρχ. γεμ(ίζω) ‘φορτώνω΄ -ίδια]. Και: https://ilialang.gr/γιομίδια-τα-ʝomidʝa/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βουλιέται [vu’ʎete]
βουλιέται [vu’ʎete]: του έρχεται η επιθυμία. [αρχ. βούλ(ομαι) -ιέμαι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βασιλόσυκα, τα [vasi’losika]
βασιλόσυκα, τα [vasi’losika]: ποικιλία εύγευστου σύκου [μσν. βασιλο- θ. της λ. βασιλ(εύς), βασιλ(έας) -ο- ως α’ συνθ.: μσν. βασιλο-πούλα & λόγ. < θ. της λ. βασιλ(εύς) -ο-: βασιλο-μήτωρ (δες λ.)] –ο- σύκα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αφόρμησε [a’formise]
αφόρμησε [a’formise]: ερεθίστηκε η πληγή. [μσν. αφορμίζω ‘ερεθίζομαι’]. Και: https://ilialang.gr/αφορμίζω-αφόρμισε/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρποκολλήθηκα [arpoko’liθika]
αρποκολλήθηκα [arpoko’liθika]: μάλλωσα με κάποιον. (Κανελλακόπουλος).
-
απού [a’pu]
απού [a’pu]: από ως α’ συστατικό συνθέτων, όπως: απουκάτω, απουκά (αποκάτω).
-
απόλυσε [a’polise]
απόλυσε [a’polise]: (μτφ.) φύτρωσε. [αόριστος. φυτρώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αναγοήθηκα [anaγo’iθika]
αναγοήθηκα [anaγo’iθika]: συνήλθα σιγά σιγά μετά το πρωινό χουζούρι και επανήλθα στη φυσική μου κατάσταση. (Κανελλακόπουλος).
-
αδερφομοίρια, τα [aðerfo’mirʝa]
αδερφομοίρια, τα [aðerfo’mirʝa]: τα αμοίραστα μερίδια που ανήκαν σε αδέρφια. [αδερφό(ς) + μοιρ(άζω) –ια]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
φτουράει [ftu’rai]
φτουράει [ftu’rai]: επαρκεί: ‘Δεν φτουράει το φαί’ [ίσως λατ. obduro ‘επιμένω, αντέχω΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και επίδρ. του φτάνω].
-
σούρνει [‘surni]
σούρνει [‘surni]: έχει σεξουαλικές ορμές. [σέρνω].
-
νιανιά [ɲa’ɲa]
νιανιά [ɲa’ɲa]: α. φαγητό μωρού. β. τροφή που είναι σαν μάζα, χωρίς σχήμα, ανακατεμένο. [λ. νηπιακή, ηχομιμ.].
-
λιβάκωσα [li’vakosa]
λιβάκωσα [li’vakosa]: παραζεστάθηκα, ίδρωσα.
-
κρυαδίζει [kria’ðizi]
κρυαδίζει [kria’ðizi]: αρχίζει να κάνει κρύο. [κρύ(ο) -αδίζει].
-
ζάπι, το [‘zapi]
ζάπι, το [‘zapi]: ευχή για να τελειώσει κτ. [μσν. ζάφτι < ζάπτι με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αραβ. dabt -ι ή τουρκ. zapt -ι].