Ετικέτα: ΑΚΛΙΣΙΑ
-
λιοκρίζει [ʎo’krizi]
λιοκρίζει [ʎo’krizi]: έχει πανσέληνο, γεμάτο φεγγάρι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λαγκοδέρνει [logo’ðerni]
λαγκοδέρνει [lago’ðerni]: ξεψυχάει κπ. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λάγκερο, το [‘laŋgero]
λάγκερο, το [‘laŋgero]: α. καθαρό. β. το λιωμένο βούτυρο με λίπος. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κρατάει [kra’tai]
κρατάει [kra’tai]: (για σπίτια, δάση κλ.π) έχει φαντάσματα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κοψαντερίθρες, οι [kopsade’riθres]
κοψαντερίθρες, οι [kopsade’riθres]: μικρά σκουληκάκια στο έντερο ζώων. [κοψ – (κόβω) + (α) έντερ (ο) +ιθρες]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κουστέκια, τα [ku’steca]
κουστέκια, τα [ku’steca]: δερμάτινες υφασμάτινες ζώνες. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κουραφέξαλα, τα [kura’feksala]
κουραφέξαλα, τα [kura’feksala]: (προφ.) ως χαρακτηρισμός ανόητων λόγων. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κουκουζιέλα, τα [kuku’zʝela]
κουκουζιέλα, τα [kuku’zʝela]: κουκουνάρια.
-
κοτιά, τα [ko’tʝa]
κοτιά, τα [ko’tʝa]: τα πουλερικά, κοτόπουλα. Και: https://ilialang.gr/κοτερά-τα-kotera/ Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κότσι, το [‘kotsi]
κότσι, το [‘kotsi]: παιδικό παιχνίδι. [μσν. κότσι(ν) < κόττιον ‘αστράγαλος΄ ίσως < ελνστ. κόττ(ος) ‘κύβος’, επειδή χρησιμοποιόταν ως τυχερό παιχνίδι, με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi], ή < σλαβ. kost ‘κόκαλο΄ -ιον και αντιμετάθ. των συμφ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κότσια, τα [‘kotsça]
κότσια, τα [‘kotsça]: ο αστράγαλος, ιδίως των ζώων. [μσν. κότσι(ν) < κόττιον ‘αστράγαλος΄ ίσως < ελνστ. κόττ(ος) ‘κύβος’, επειδή χρησιμοποιόταν ως τυχερό παιχνίδι, με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi], ή < σλαβ. kost ‘κόκαλο΄ -ιον και αντιμετάθ. των συμφ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κορδελάκια, τα [korðe’laca]
κορδελάκια, τα [korðe’laca]: (μτφ.) τα τσαλιμάκια: ‘Μη μου κάνεις κορδελάκια’, (μην μου κάνεις νάζια). [μσν. κορδέλα αντδ. < βεν. cordela υποκορ. του corda (δες κόρδα)]. Και: https://ilialang.gr/τσαλιμάκι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κοράτσια, η [ko’ratsça]
κοράτσια, η [ko’ratsça]: αρρώστια αιγοπροβάτων. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κοντοκαρτέρει [kodoka’rteri]
κοντοκαρτέρει [kodoka’rteri]: περιμένει κάπου κινούμενος. [κοντό + αρχ. καρτερῶ ‘υπομένω, αντέχω’]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κολλημένα, τα [koli’mena]
κολλημένα, τα [koli’mena]: ασθένεια προβάτων που επηρεάζει τον πνεύμονα. [κολλημένος].
-
κολήγοι, οι [ko’liγi]
κολήγοι, οι [ko’liγi]: σμίξιμο δύο, τριών τσοπάνηδων για κοινή πορεία. [γαλλ. collègue]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κατσιμπουχέρια, τα [katsimbu’çeria]
κατσιμπουχέρια, τα [katsimbu’çeria]: οι καλικάντζαροι. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
καμηλώ [kami’lο]
καμηλώ [kami’lo]: απαλή μάλλινη κουβέρτα. [ίσως, γαλλ. camelot (από τα αραβ.) με επίδρ. της λ. καμήλα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
έργατα, τα [‘erγata]
έργατα, τα [‘erγata]: ξύλινη κατασκευή από ραβδιά για την τοποθέτηση άχυρων. [έργ(ο) -ατα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκιουγούμι [ɟu’γumi]
γκιουγούμι [ɟu’γumi]: ο ευτραφής, εύσωμος. [ίσως, τουρκ güğüm ‘κανάτα’ -ι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf